Η Ισπανία που δεν φοβάται. Οι Ευρωπαίοι Σοσιαλιστές. Και ο άνεμος Ομπάμα.

Από τον τίτλο του άρθρου κατάλαβα ότι θα διάβαζα για την χώρα που τα τελευταία 4 χρόνια δείχνει τι σημαίνει προοδευτική πολιτική και κοινωνική αλλαγή στον 21ο αιώνα. Για την ακομπλεξάριστη Ισπανία που γνώρισα για λίγες μέρες από κοντά πριν ένα περίπου χρόνο, γράφει η Τέτα Παπαδοπούλου, στη σημερινή – 13/6/08 – Ελευθεροτυπία, το άρθρο «Η Ισπανία που δεν φοβάται» .

Αφού αναφερθώ σε αυτές τις τρεις χαρακτηριστικές αλλαγές της Νέας Ισπανίας, με διαφορετική ωστόσο σειρά, θα ξετυλίξω κάποιες σκέψεις .

Πρώτον, η αναμόρφωση της Αριστεράς. Σήμερα στην Ισπανία η Αριστερά δεν δυσκολεύεται να πει ότι είναι φιλελεύθερη. Απεναντίας. Και φυσικά δεν μηρυκάζει – αυτό που το πάς – τα φαντάσματα του παρελθόντος. Είμαστε σοσιαλιστές και φιλελεύθεροι», τονίζει σε κάθε περίπτωση η συμπολίτευση.

Δεύτερον, η ασυμπλεγμάτιστη σχέση των Ισπανών με την παγκοσμιοποίηση. Σε αυτή τη νέα Ισπανία, η παγκοσμιοποίηση δεν εκλαμβάνεται ως κίνδυνος και απειλή, αλλά ως ευκαιρία (είπε κανείς τίποτε;)

Τρίτον, η απελευθέρωση των ηθών. Και μάλιστα απελευθέρωση που προχωρά με μεγαλύτερη ταχύτητα από οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη…έτσι έγινε με τη νομιμοποίηση του γάμου των ομοφύλων, με τα προγράμματα για την αντιμετώπιση της οικογενειακής βίας..

Ο συγκροτημένα τολμηρός τρόπος αντιμετώπισης  πολιτικών , κοινωνικών,  πολιτιστικών ταμπού από τους Σοσιαλιστές του Θαπατέρο, είναι θαρρώ ο παράγοντας κλειδί αν θέλει κανείς να εξηγήσει το Ισπανικό παράδειγμα.

Στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα στον πλανήτη κυριάρχησε ο φόβος και η ανασφάλεια του νεοσυντηριτισμού σε όλο το αξιακό φάσμα. Τα κόμματα της Ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας συνεχίζουν να περνούν βαθιά κρίση πολιτικής και αντιπροσώπευσης. Ανήμπορα να δώσουν αξιόπιστες εναλλακτικές λύσεις στα προβλήματα της παγκοσμιοποίησης, συμπιέζονται εκλογικά και πολιτικά .  Από μια επικοινωνιακά αναβαπτισμένη δεξιά που ακόμα παίρνει πίσω το πολιτικό αίμα που στερήθηκε όταν το μοντέλο Κλίντον-Μπλέρ ηγεμόνευσε.  Και από την υπόλοιπη αριστερά που απωθεί την ώρα της ευθύνης, όσο βλέπει να κερδίζει έδαφος από τη ρητορεία της και την αναποτελεσματικότητα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων.

Παραδείγματα αφθονούν στην Γαλλία, την Ιταλία, την Γερμανία και στην Ελλάδα. Πρόσφατο θύμα της κρίσης και το Βρετανικό Εργατικό κόμμα του Μπράουν που βλέπει τους τελευταίους οκτώ μήνες να παγιώνεται η υπεροχή της αντιπολίτευσης των συντηρητικών στις δημοσκοπήσεις.

Ζητείται λοιπόν πολιτική αισιοδοξία και ριζοσπαστικό πρόγραμμα αντιμετώπισης προβλημάτων όπως η φτώχεια, το περιβάλλον, ο ελεύθερος χρόνος, ο δημόσιος χώρος, η διαφθορά, η γνώση και η καινοτομία, η υγεία. Η σημερινή Ισπανία σαφώς και δεν έχει πετύχει λύσεις σε όλα αυτά. Εκπέμπει όμως αισιοδοξία με περιεχόμενο. Προσπαθεί χωρίς να εγκλωβίζεται σε φοβίες. Γιαυτό και πείθει.

Μέσα στο κουβάρι της στρατηγικής σύγχυσης, το νήμα για την ανάκαμψη των προοδευτικών σοσιαλιστικών κομμάτων είναι μια αισιόδοξη αφήγηση για τη ζώσα καθημερινότητα του πολίτη. Να προβάλουν με τόλμη ένα νέο πολιτικό σχέδιο. Να απαλλαγούν από κάποιες κατ΄επίφαση ιδεολογικές μάχες χαρακωμάτων χωρίς ουσία. Να εστιάσουν στο νέο περιεχόμενο του σχεδίου τους με χειρουργική ακρίβεια και χωρίς φόβο. Να εμπνεύσουν το στελεχικό τους προσωπικό σε όλες τις βαθμίδες να δουλέψει σε πραγματικά προοδευτικές λύσεις. Ήδη η αριστερή ομάδα πίεσης των Βρετανών Εργατικών Compass μιλάει για ευέλικτη εργασία με νόημα και για ρύθμιση του χρόνου εργασίας ώστε να δοθεί τέλος στην Βρετανική κουλτούρα των πολλών ωρών εργασίας.

Για να αποκτήσει ελκυστικό περιεχόμενο το νέο πολιτικό σχέδιο των προοδευτικών σοσιαλιστικών κομμάτων πρέπει αυτά να απαλλαγούν από ψευδοβεβαιότητες , φόβους και ενοχές του παρελθόντος. Προς το παρόν, η τόλμη της ασυμπλεγμάτιστης Ισπανίας του Θαπατέρο, δεν μεταδίδεται στα συγγενή κόμματα της Ευρωπαϊκής ηπείρου. Πιθανών να χρειάζεται κάτι ακόμα για να αλλάξουν πορεία.  Κάποιος άνεμος από την άλλη μεριά του Ατλαντικού σαν και αυτό που πολλοί περιμένουν από τον Γενάρη του 2009, εφόσον ο Ομπάμα κερδίσει τον ερχόμενο Νοέμβρη.  Λέτε αυτός ο άνεμος και πάλι να αρκεί;

– Το άρθρο η Ισπανία που δεν φοβάται στην Ε

– Η φωτογραφία είναι από την επίσκεψη στα γραφεία του PSOE στη Μαδρίτη με αντιπροσωπία του ΠΑΣΟΚ τον Ιούλιο του 2007.

Ας μοιραστούμε το εισιτήριο λοιπόν!

Αρχίζει να δημιουργείται κάτι σαν Κίνημα πολιτών που μοιράζεται χρησιμοποιημένα εισιτήρια αφήνοντας τα για άλλους επιβάτες είτε σε ακυρωτικά μηχανήματα ή στα πέριξ των σταθμών των αστικών συγκοινωνιών. Υπάρχει και σχετικό facebook group με συζητήσεις υπέρ και κατά της κίνησης.

Δεν βρίσκω λόγους εναντίωσης στη συγκεκριμένη μορφή αντίδρασης των πολιτών. Είναι μια υγιής αντίδραση σε ένα ανορθολογικό σύστημα αστικών συγκοινωνιών που πάσχει πολλά χρόνια. Τα επιχειρήματα περί διαφυγόντων κερδών από την πρακτική είναι αστεία, τη στιγμή που καθένας γνωρίζει ότι οι έλεγχοι σπανίζουν.

Η συγκεκριμένη μάλιστα κίνηση με το ενιαίο εισιτήριο με 1 1/2 ώρα διάρκεια έγινε με πρόχειρο επιχειρησιακό σχεδιασμό.

Παράδειγμα;

Στο εισιτήριο διαβάζουμε ..»Ισχύει για μια ή περισσότερες διαδρομές εντός 1 ώρας και 30 λεπτών» …» Επικυρώστε κατά την πρώτη επιβίβαση»

Κάποιος λοιπόν επικυρώνει στις 10.00, αποβιβάζεται στις 10.30 , κάνει μια δουλειά και μετεπιβιβάζεται σε άλλο μέσο στις 11.00. Το φτάσιμο στον προορισμό του θα διαρκέσει 45 λεπτά ,λόγω κίνησης, και ο εν λόγω επιβάτης ελέγχεται στις 11.40 , δηλαδή 10 μετά τη λήξη της ισχύος του εισιτηρίου του.

Τι γίνεται σε μια τέτοια περίπτωση;

Ο επιβάτης, ελλείψει δεύτερης ακύρωσης, δεν έχει άλλο τρόπο για να πείσει τον ελεγκτή ότι όντως χρησιμοποίησε για δεύτερη φορά το εισιτήριο εντός του διαστήματος ισχύος του. Μπορεί μόνο να διαπραγματευτεί αναμένοντας την κατανόηση του.

H άλλη εκδοχή είναι ότι ο φανταστικός μας επιβάτης έπρεπε να είναι με το ρολόι στο χέρι ώστε να ακυρώσει νέο εισιτήριο, όντας ήδη επιβάτης του μέσου, όταν πέρασε η μιάμιση ώρα.

Ό,τι και να ισχύει από τα δύο, ο λάθος σχεδιασμός είναι προφανής.  Επομένως, ένα μεγάλο ΝΑΙ στη πρακτική να μοιραζόμαστε τα χρησιμοποιημένα εισιτήριά μας με τυχαίους συμπολίτες μας, ιδιαίτερα όταν έχουμε κάνει κάποια μικρή διαδρομή.

Απορία: Γιατί άραγε να μην επανέλθει ο εισπράκτορας; Τα διαφυγόντα κέρδη θα εξαλείφονταν και οι εισπράξεις θα υπέρ επαρκούσαν για το κόστους του νέου προσωπικού.