Δημοσκοπήσεις και μεθοδολογική διαφάνεια με αφορμή μια γραμματική προσέγγιση

Υπάρχουν τρόποι για να σκεφτεί κανείς πάνω σε μια δημοσκόπηση και στην ανάλυση που προτείνει η εταιρία ή και ο ερευνητής που την έκαναν . Μια πολιτική δημοσκόπηση μπορεί κανείς να την προσεγγίσει πολιτικά, επικοινωνιακά, μεθοδολογικά αλλά και γραμματικά . Στον τελευταίο τρόπο , τον γραμματικό, θέλω να σταθώ μια και είχα πάντα λόγους να πιστεύω πως είναι εξόχως αποκαλυπτικός για τους υπόλοιπους τρεις.

Αφορμή στάθηκε η ανάλυση του βαρόμετρου της VPRC από τον Γιάννη Μαυρή. Λέει λοιπόν μέσω της Καθημερινής «Παρά τα ευρέως λεγόμενα, ο εκλογικός συσχετισμός (η διαφορά) μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων δεν φαίνεται να μεταβάλλεται ουσιαστικά. Μετατοπίζεται απλώς σε χαμηλότερα επίπεδα (Ν.Δ. 42,5%, ΠΑΣΟΚ 39%), λόγω της ταυτόχρονης καθίζησής τους. Με βάση την παρούσα μέτρηση της πρόθεσης ψήφου, η εκτίμηση της Public Issue/VPRC για τη διαφορά παραμένει στις 3,5 εκατοστιαίες μονάδες,».

Από την προεκλογική περίοδο των βουλευτικών του 2004 η συγκεκριμένη εταιρία έχει μια αποκλειστική μεθοδολογική επιλογή. Σε αντίθεση με την πρακτική του συνόλου των υπολοίπων εταιριών, δεν δίνει στην δημοσιότητα το σταθμισμένο αποτέλεσμα της πρόθεσης ψήφου αλλά την εκτίμηση εκλογικής επιρροής. Η διαφορά ανάμεσα στην εκτίμηση εκλογικής επιρροής και την πρόθεση ψήφου είναι η μεταχείριση της αδιευκρίνιστης ψήφου του εκάστοτε δείγματος από τον ερευνητή. Στη μεν πρόθεση ψήφου οι πίνακες των εταιριών περιλαμβάνουν αδιευκρίνιστη ψήφο (αναποφάσιστοι, άλλο κόμμα, άκυρο, λευκό, δεν απαντώ). Στη δε εκτίμηση, τα ποσοστά της αδιευκρίνιστης ψήφου επιμερίζονται στα μεγαλύτερα κόμματα και στα λοιπά. Ο επιμερισμός γίνεται βάση μιας φόρμουλας αναγωγής η οποία όσο παραμένει ασαφής τόσο δικαιολογεί, αν μη τι άλλο, την καχυποψία.

Πίσω στην γραμματική προσέγγιση. Η διατύπωση πως » ο εκλογικός συσχετισμός (η διαφορά) μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων δεν φαίνεται να μεταβάλλεται ουσιαστικά» δηλώνει σαφώς πως η διαφορά μεταβλήθηκε αλλά οριακά. Πόσο οριακά έκλεισε η ψαλίδα δεν το μαθαίνουμε όμως. Γιατί μεσολαβούσης της αναγωγής » η εκτίμηση της Public Issue/VPRC για τη διαφορά παραμένει στις 3,5 εκατοστιαίες μονάδες». Η διαφορά λοιπόν μεταβάλλεται οριακά αλλά αυτό δεν φαίνεται πουθενά στους πίνακες. Η διατήρηση της διαφοράς, λόγω της αναγωγής, είναι που τροφοδοτεί την θεματολογία των ΜΜΕ με ότι αυτό συνεπάγεται για την αξιοπιστία του δημόσιου διαλόγου και το κύρος του κλάδου των ερευνών.

Η μεθοδολογική διαφάνεια είναι θέμα σημαντικό για να αντιμετωπιστούν οι υποψίες ότι στην Ελλάδα οι δημοσκοπήσεις χειραγωγούνται πολιτικά.

1 thoughts on “Δημοσκοπήσεις και μεθοδολογική διαφάνεια με αφορμή μια γραμματική προσέγγιση

  1. 1) Για να ξεπεράσουμε το «γραμματικό» πρόβλημα, επαναδιατυπώνω την φράση στην οποία στηρίζεται το επιχείρημα: ο εκλογικός συσχετισμός μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων δεν μεταβάλλεται. Αυτό το αυτονόητο συμπέρασμα, προκύπτει από την απλή ανάγνωση των αριθμητικών δεδομένων. Η διαφορά μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, στη μέτρηση του Βαρόμετρου του ΣΚΑΪ (που αναδημοσίευσε συνοπτικά η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ), εκτιμάται τον Απρίλιο σε 3,5, όσο ακριβώς ήταν και τον Μάρτιο. Επομένως, όταν γράφω ότι «φαίνεται», εννοώ απλούστατα ότι φαίνεται(!), ότι είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού, είναι οφθαλμοφανής.

    Τώρα, πως και από που ο Α.Μελίδης συνάγει ότι «κάτι άλλο κρύβεται πίσω» από τα γραφόμενά μου, ως να πρόκειται περί lapsus, μόνο ο ίδιος το ξέρει. Πιστεύω, ότι αυτό που θέλει είναι να αμφισβητήσει την αξιοπιστία της έρευνας, η οποία του δημιουργεί «τουλάχιστον καχυποψία». Και αυτό, όχι για λόγους «γραμματικούς»(!), όπως επικαλείται, αλλά καθαρά για πολιτικούς και επικοινωνιακούς. Όμως, το αξίωμα: «Όταν δεν μας αρέσει, ή δεν μας συμφέρει μια δημοσκόπηση, προσπαθούμε να απαξιώσουμε τον φορέα που την έχει πραγματοποιήσει», κάθε άλλο παρά την «αξιοπιστία του δημόσιου διαλόγου και το κύρος του κλάδου των ερευνών» προάγει. Αντιθέτως, είναι βαθύτατα αντιδημοκρατικό και προπαγανδιστικό. Αν εκλαμβάνει την επιθυμία του (η «διαφορά μεταβάλλεται») για πραγματικότητα, είναι αποκλειστικά δικό του πρόβλημα.

    2) «Από την προεκλογική περίοδο των βουλευτικών του 2004 η συγκεκριμένη εταιρία έχει μια αποκλειστική μεθοδολογική επιλογή. Σε αντίθεση με την πρακτική του συνόλου των υπολοίπων εταιριών, δεν δίνει στην δημοσιότητα το σταθμισμένο αποτέλεσμα της πρόθεσης ψήφου αλλά την εκτίμηση εκλογικής επιρροής.»

    Απάντηση:
    α) Γιατί δεν αναφέρει ο συντάκτης, ότι αυτή η μεθοδολογική επιλογή ήταν η μόνη που προσέγγισε τη μεγάλη διαφορά των εκλογών του 2004, όταν σχεδόν το σύνολο των υπολοίπων εταιρειών εκτιμούσαν ότι η «ψαλίδα κλείνει»;
    β) Γιατί δεν αναφέρεται ότι και τον Οκτώβριο του 2006, η εν λόγω προσέγγιση, αποτύπωσε και πάλι ορθότερα τον εκλογικό συσχετισμό, μεταξύ των δύο κομμάτων, όπως αυτός καταγράφεται στον Α’ γύρο των Νομαρχιακών εκλογών; Όταν μάλιστα, οι εταιρείες που επικαλείται έδιναν μόλις μερικούς μήνες πριν (το Μάρτιο του 2006) «ισοδυναμία» και κάποιες προβάδισμα του ΠΑΣΟΚ; Σε ποιά περίπτωση υπάρχει ωμή προπαγανδιστική χρήση των δημοσκοπήσεων;
    γ) Δεν δίνεται στη δημοσιότητα το σταθμισμένο αποτέλεσμα της πρόθεσης ψήφου, διότι απλόύστατα η PUBLIC ISSUE/VPRC δεν χρησιμοποιεί τη μέθοδο της στάθμισης (με την προηγούμενη ψήφο). Για την ακρίβεια την έχει εγκαταλείψει, εδώ και 3 χρόνια, ως επιστημονικά μη-αξιόπιστη και επισφαλή, όπως έχει αποδειχθεί επαρκώς στη σχετική βιβλιογραφία. Η στάθμιση, ιδίως όπως χρησιμοποιείται στην Ελλάδα, αποτελεί τον κατεξοχήν ψευδοεπιστημονικό μηχανισμό χειραγώγησης των δημοσκοπήσεων και υπαγωγής τους σε πολιτικές σκοπιμότητες.

    3) Η διαφορά ανάμεσα στην εκτίμηση εκλογικής επιρροής και την πρόθεση ψήφου είναι η μεταχείριση της αδιευκρίνιστης ψήφου του εκάστοτε δείγματος από τον ερευνητή. Στη μεν πρόθεση ψήφου οι πίνακες των εταιριών περιλαμβάνουν αδιευκρίνιστη ψήφο (αναποφάσιστοι, άλλο κόμμα, άκυρο, λευκό, δεν απαντώ). Στη δε εκτίμηση, τα ποσοστά της αδιευκρίνιστης ψήφου επιμερίζονται στα μεγαλύτερα κόμματα και στα λοιπά. Ο επιμερισμός γίνεται βάση μιας φόρμουλας αναγωγής η οποία όσο παραμένει ασαφής τόσο δικαιολογεί, αν μη τι άλλο, την καχυποψία.

    Απάντηση:

    α) Επιλέγουμε την εκτίμηση, γιατί αυτή είναι πιο κατανοητή και μπορεί να συγκριθεί ευθέως με το (πραγματικό) εκλογικό αποτέλεσμα. Στις εκλογές, δεν υπάρχει ούτε «αδιευκρίστη» ψήφος, ούτε «αναποφάσιστοι». Η δημοσκόπηση, ως μέθοδος πρόβλεψης του εκλογικού αποτελέσματος πρέπει να δίνει στους πολίτες αυτήν την πληροφορία. Το πρόβλημα της αδιευκρίνιστης ψήφου, «οφείλουν» να το λύσουν επιστημονικά οι εταιρείες, αντί να κρύβονται πίσω από αυτό.

    β) Προσωπικά συμφωνώ να δίδονται στη δημοσιότητα τα αστάθμιστα στοιχεία των δημοσκοπήσεων (και της αδιευκρίνιστης ψήφου). Θα μπορούσε να αποτελέσει ένα μέτρο διαφάνειας. Όμως, υπό τις σημερινές συνθήκες, θεωρώ ότι θα προκληθεί, τουλάχιστον για ένα μεγάλο διάστημα, σοβαρή σύγχιση.

    γ) Για την εκτίμηση της εκλογικής επιρροής των κομμάτων, που δίνεται κάθε μήνα στη δημοσιότητα χρησιμοποιούνται, από το 2003, τεχνικές ανάλυσης της χρονοσειράς της μεταβλητής της πρόθεσης ψήφου (μέχρι στιγμής υπάρχουν 52 παρατηρήσεις). Συγκεκριμένα, χρησιμοποιούνται: η τεχνική Kalman (filtering and smoothing), η τοπική παλινδρόμηση εξομάλυνσης του γραφήματος (loess regression, καθώς και τα στατιστικά υποδείγματα ARIMA και MARIMA. Για μια πρώιμη περιγραφή της χρησιμοποιούμενης μεθοδολογίας, καθώς και των αναλυτικών στοιχείων, βλέπε: Γ.Μαυρής & Γ.Συμεωνίδης: «Βουλευτικές εκλογές 2004: πρόβλεψη του εκλογικού αποτελέσματος και επίδραση της προεκλογικής περιόδου», στο Ινστιτούτο VPRC, Η κοινή γνώμη στην Ελλάδα 2004, εκδ.Σαββάλας, Αθήνα 2005, σ.17-56.

Σχολιάστε