Πως μετριέται ο λαϊκισμός;

 © johnhain | Pixabay

Η έρευνα του Ινστιτούτου Timpro για τον «Δείκτη Απολυταρχικού Λαϊκισμού», την οποία παρουσιάζει στην Ελλάδα το ΚεΦιΜ, ήρθε να επιβαρύνει το ήδη καταθλιπτικό κλίμα που επικρατεί τον τελευταίο καιρό αναφορικά με τις προοπτικές της δημοκρατικής πολιτικής στην Ελλάδα. Η ζήτηση για απολυταρχικό λαϊκισμό εμφανίζεται πλειοψηφική καθώς όπως αναφέρει η έρευνα, σε δημοσίευμα της Καθημερινής, «η Ελλάδα είναι μία από τις 4 χώρες-μέλη της ΕΕ που η κυβέρνηση αποτελείται μόνο από λαϊκιστές», ενώ τα «λαϊκιστικά» κόμματα συγκέντρωσαν πάνω από το 50% των ψήφων στις τελευταίες εθνικές εκλογές του 2015». Όταν την ίδια στιγμή στην Ευρώπη ο δείκτης απολυταρχικού λαϊκισμού είναι 22,2% εύκολα συμπεραίνει κανείς ότι εκτός από διεφθαρμένη (Δείκτης Αντίληψης Διαφθοράς της Διεθνούς Διαφάνειας) και δημοκρατικά ελλειμματική (Economist Democracy Index), η Ελλάδα είναι πρωταθλήτρια στον λαϊκισμό και μάλιστα του απολυταρχικού είδους.

Πριν αναφερθώ σε ορισμένες ενστάσεις για την μεθοδολογία του Δείκτη Απολυταρχικού Λαϊκισμού του Timpro, επισημαίνω ότι όταν οι πολιτικές και κοινωνικές επιστήμες καταπιάνονται με τη μέτρηση σύνθετων και αρκετά προκλητικών ιδεολογικών φαινομένων όπως ο λαϊκισμός έχουν ή θα έπρεπε να έχουν δύο στενά αλληλένδετους στόχους. Ο πρώτος είναι να προσφέρουν μια όσο το δυνατόν πιο ολιστική κατανόηση του υπό μελέτη φαινομένου έτσι ώστε, και εδώ είναι ο δεύτερος αλληλένδετος στόχος, να προκύπτουν εναργώς οι κατευθύνσεις είτε για τον περιορισμό των αρνητικών του επιδράσεων είτε για τη μεγιστοποίηση των δυνητικών του ωφελειών για το δημόσιο συμφέρον. Με την πιο πάνω συλλογιστική διάβασα τη μεθοδολογία, τα δεδομένα(.xls) και τα πορίσματα της έρευνας αλλά δεν μπορώ να πω ούτε ότι έγινα σοφότερος για την απήχηση του λαϊκισμού ούτε ότι έχω καλύτερη εικόνα για τις διαθέσιμες επιλογές αντιμετώπισης του φαινομένου.

Εν συντομία, ο δείκτης Απολυταρχικού Λαϊκισμού του Timpro καταγράφει την εκλογική απήχηση των κομμάτων τα οποία – βάσει της μεθοδολογίας του- κατατάσσει στα ακραία ή απολυταρχικά κόμματα της αριστεράς και της δεξιάς και αποδίδει σε αυτά τα ποσοστά διαφορετική βαρύτητα ανάλογα με το ποσοστό των εδρών τους στη Βουλή και το βαθμό συμμετοχής τους στην κυβέρνηση. Έτσι οι ερευνητές του Timpro προσμετρούν τις ψήφους και την κατοχή αξιωμάτων αλλά σημειώνουν ότι αφήνουν εκτός πεδίου την επιρροή των «λαϊκιστικών» κομμάτων στην εφαρμοσμένη πολιτική. Επίσης, οι ερευνητές κατατάσσουν τα κόμματα του απολυταρχικού λαϊκισμού στις κατηγορίες «δεξιά» ή «αριστερά» και «ακραία» ή «απολυταρχικά». Αν ο διαχωρισμός σε αριστερά και δεξιά είναι λίγο πολύ θέμα αυτοπροσδιορισμού, για να χαρακτηριστεί ένα κόμμα απολυταρχικό αρκεί να μπορεί κάποιος να το χαρακτηρίσει αντι-φιλελεύθερο. Για να δώσουμε μερικά παραδείγματα, ο ΣΥΡΙΖΑ σύμφωνα με το Timpro είναι ένα απολυταρχικό αριστερόστροφο λαϊκιστικό κόμμα με ιδεολογία του το σοσιαλισμό και την αντι-παγκοσμιοποίηση, η Χρυσή Αυγή είναι ένα ακραίο εθνικιστικό νεοναζιστικό κόμμα της άκρας δεξιάς, το ΚΚΕ είναι ένα επίσης ακραίο κομμουνιστικό κόμμα της άκρας αριστεράς, οι ΑΝΕΛ είναι ένα απολυταρχικό κόμμα του εθνικού συντηρητισμού.

Με βάση τη μεθοδολογία αυτή τα μόνα ευρωπαϊκά κόμματα που θεωρούν οι ερευνητές ότι δεν είναι λαϊκιστικά είναι τα κεντρώα, κεντροδεξιά και κεντροαριστερά κόμματα. Το γεγονός ότι η εφαρμοσμένη πολιτική βρίσκεται εκτός του πεδίου της έρευνας καθιστά το δείκτη προβληματικό και περιορίζει την αξία του. Ο λαϊκισμός στον λόγο και την πράξη των κομμάτων είναι διάχυτο φαινόμενο που διατρέχει οριζόντια το κομματικό σύστημα. Ας πάρουμε ορισμένα πρόσφατα παραδείγματα εξόχως λαϊκιστικών πολιτικών θέσεων κομμάτων της εγχώριας πολιτικής σκηνής. Πόσο φιλελεύθερη ήταν η διολίσθηση της ΝΔ στον ακραίο εθνικιστικό λόγο κατά τις δημόσιες συζητήσεις για τη συμφωνία των Πρεσπών; Δεν είναι καραμπινάτος λαϊκισμός η διαφαινόμενη μείωση κατά 50% του ανταποδοτικού τέλους της ΕΡΤ μόλις γίνει κυβέρνηση η ΝΔ ώστε να ελαφρυνθεί ο ελληνικός λαός από τη χρηματοδότηση της δημόσιας τηλεόρασης; Ή μήπως δεν είναι γνήσιος συνωμοσιολογικός λαϊκισμός οι αναφορές του ΚΙΝΑΛ για το ρόλο του Σόρος στο Μακεδονικό;

Προφανώς και είναι. Ωστόσο, το ραντάρ της συγκεκριμένης έρευνας είναι προβληματικό γιατί αφήνει εκτός πεδίου την εφαρμοσμένη πολιτική. Υπάρχουν πολλά αυταρχικά κόμματα που στη θητεία τους ψήφισαν νόμους για την απόδοση ιθαγένειας σε μετανάστες, για το σύμφωνο συμβίωσης, για την αναδοχή και υιοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια; Με ποιό σκεπτικό η ψήφος των πολιτών που έδωσαν αυτή την εντολή θεωρείται ότι αυξάνει τη ζήτηση για απολυταρχικό λαϊκισμό; Γιατί αν εμμέσως πλην σαφώς θέλουν να μας πουν ότι για να αναχαιτιστεί ο λαϊκισμός, ο οποίος είναι σύνθετο ζήτημα που δεν χωρά μονοσήμαντες ερμηνείες, αρκεί οι πολίτες να επιλέξουν με την ψήφο τους κεντρώα, φιλελεύθερα, κεντροδεξιά ή σοσιαλδημοκρατικά κόμματα η πραγματικότητα τους διαψεύδει.

Η Μέρκελ ως… Φαρλάκαινα

Η επίσκεψη Μέρκελ στην Αθήνα και η συνάντηση με τον Αλέξη Τσίπρα έχουν προκαλέσει ένα κύμα αντιδράσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με προφανή στόχο τη μείωση της αξίας που θα πιστωθεί η κυβέρνηση σε μια εξαιρετικά δύσκολη για εκείνη συγκυρία. Τον τόνο των αντιδράσεων έδωσε ένα βίντεο της Νέας Δημοκρατίας που παρουσιάζει αποσπάσματα από παλαιότερες δηλώσεις των Τσίπρα και Καμμένου για την καγκελάριο οι οποίες είναι σε πλήρη διάσταση 180 μοιρών με το σημερινό κλίμα. Η συνέχεια δόθηκε σε facebook και twitter όπου έγινε τρολ πάρτι με φωτογραφίες Τσίπρα και Μέρκελ συνοδεία επινοημένων μεταξύ τους διαλόγων. Η σατιρική αξία των περισσότερων είναι περιορισμένη. Δεν βγάζουν ιδιαίτερο γέλιο γιατί εκπέμπουν έντονα φθόνο και μνησικακία.  Αφήστε για λίγο στην άκρη το πως βρέθηκε σε αυτή τη θέση και σκεφτείτε: πόσοι πρωθυπουργοί από το 2009 έως σήμερα θα επιθυμούσαν να βρίσκονταν εκείνοι στην ευχάριστη θέση να τους απονέμει τα εύσημα ο πιό ισχυρός ηγέτης της Ευρώπης για την ολοκλήρωση των μνημονίων και τη συμβολή στην επίλυση ενός θέματος όπως το Μακεδονικό; Όλοι θα το ήθελαν.

Υπάρχει μια σκηνή της έργου του Δημήτρη Ψαθά  “Ξύπνα Βασίλη” της γνωστής ελληνικής ταινίας του 1969 όπου ο Αλέκος Αλεξανδράκης –  νυν πλούσιος επιχειρηματίας και πρώην αριστερός στο έργο – διαγωνίζεται σε ανταλλαγή φιλοφρονήσεων με την Τασσώ Καββαδία – πρώην μισητή εργοδότρια και νυν επικερδή συνεταίρο του. Πάντα σας εκτιμούσα κ. Φαρλάκου από τη μια, ω μα η δική μου εκτίμηση είναι μεγαλύτερη του απαντούσε η Φαρλάκου μπροστά στα μάτια του άτυχου Γιώργου Κωνσταντίνου που ξανακύλισε στην τρέλα. Πόσο γέλιο θα είχε ένα βίντεο με αυτή τη σκηνή με τον Τσίπρα στο σώμα του Αλεξανδράκη και τη Μέρκελ στο σώμα της Φαρλάκαινας. Για τον σαλταρισμένο Γιώργο Κωνσταντίνου δυσκολεύομαι να επιλέξω πρόσωπο. Πολλοί οι μνηστήρες του ρόλου.

Κεντροαριστερά χωρίς αριστερούς;

Η ψυχολογία του απατημένου εραστή

Η πρόσκληση των 58 για την κεντροαριστερά περιέχει αρκετό κέντρο και σχεδόν καθόλου αριστερά. Το νέο εγχείρημα δείχνει να κληρονομεί αυτούσια την οπτική του σημερινού ΠΑΣΟΚ απέναντι στην αριστερά. Μια οπτική εντελώς ξένη προς τις ιστορικές καταβολές του χώρου και τόσο μίζερη που σε κάποιες εκδηλώσεις της μοιάζει περισσότερο με την αντιφατική στάση ενός εγκατελειμένου πρώην εραστή προς το αντικείμενο του διακαούς του πόθου παρά με πολιτική συμπεριφορά. Όπου εγκατελειμένος εραστής φανταστείτε τη σχιζοειδή φύση του σημερινού ΠΑΣΟΚ. Ενός κόμματος που στις ευρωεκλογές εκλέγει δεν εκλέγει 2 ευρωβουλευτές, συμμετέχει ενεργά στην πιο δεξιά κυβέρνηση της μεταπολίτευσης συνεργαζόμενο με την ιστορικά συντηρητικότερη – στα όρια της αυταρχικής άκρας δεξιάς – ΝΔ και παρόλα αυτά συνεχίζει να παρακολουθεί ατάραχο να βαθαίνει το χάσμα αμοιβαίας κατανόησης με πολλές χιλιάδες πρώην φίλους του που πια ψηφίζουν ΣΥΡΙΖΑ.

Ας θυμηθούμε ορισμένα στιγμιότυπα.

Στο debate των πολιτικών αρχηγών στις εκλογές του 2007 ο Αλέκος Αλαβάνος, τότε αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, είχε μια πολύ καλή εμφάνιση κερδίζοντας τις εντυπώσεις. Σε εκείνες τις εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ δεν τα πήγε άσχημα, ειδικά στις μεγάλες περιφέρειες των αστικών κέντρων του λεκανοπεδίου. Ενδεχομένως, θα τα πήγαινε ακόμα καλύτερα αν ο κ. Αλαβάνος έσπαγε το ταμπού ζητώντας ψήφο ανατροπής των συσχετισμών για ανάληψη κυβερνητικών ευθυνών από την αριστερά. Κάτι που έκανε ευθέως ο διάδοχός του Αλέξης Τσίπρας στην προεκλογική περίοδο του 2012 τινάζοντας την μπάνκα στον αέρα, όταν βέβαια οι πολιτικές συνθήκες το ευνούσαν ακόμα περισσότερο. Πριν την εκλογική του μεγέθυνση, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ένα μόνιμο μοτίβο απέναντι στο κραταιό τότε ΠΑΣΟΚ. Απευθυνόταν μόνο στον κόσμο του ζητώντας συμπόρευση χωρίς να αφήνει περιθώρια για άλλες συζητήσεις σύγκλισης σε επίπεδο ηγεσιών. Τακτική  απολύτως λογική για ένα μικρό κόμμα της αριστεράς που ήθελε να εξασφαλίσει μια πιο άνετη είσοδο στο κοινοβούλιο χωρίς να δείχνει ούτε ίχνος φλέρτ με την ηγεμονική παρουσία του ΠΑΣΟΚ που μια ζωή του στερούσε στελέχη, επιρροή και ποσοστά.

Άλλα δεδομένα ίδια μεγέθη;

Η σημερινή κατάταξη των δυο κομμάτων στη Βουλή και τις δημοσκοπήσεις έχει αντιστρέψει πλήρως την κατάσταση. Σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αξιωματική αντιπολίτευση και στις δημοσκοπήσεις εμφανίζεται να διεκδικεί με καλούς οιωνούς την πρωτιά στις ερχόμενες εκλογές. Το ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 2012 απώλεσε πάνω από το 70% της δύναμης που είχε το 2009 ενώ στις σημερινές δημοσκοπήσεις κοντεύει να χάσει τους μισούς ψηφοφόρους από το ιστορικό χαμηλότερο του 12%. Ποιά είναι η στάση του σημερινού ΠΑΣΟΚ απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ με αυτά τα δεδομένα; Είναι μια στάση πλήρους άρνησης αυτής της πραγματικότητας. Από τη μια απευθύνεται περιστασιακά με περίσσιο διδακτισμό αλλά απερίσκεπτα, χωρίς ενδελεχή μελέτη ποιοτικών ερευνών,  στον κόσμο που ψήφισε ή σκέπτεται να ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ. Από την άλλη διατηρεί με ζήλο μια εχθρική στάση απέναντι στην ηγεσία και το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Τα παραδείγματα είναι αναρίθμητα. Για να μη χάσουμε τη μεγάλη εικόνα αρκεί να θυμηθούμε ότι οι “καλύτερες” με διαφορά εμφανίσεις του Βενιζέλου στη Βουλή είναι όταν επιτίθεται στον Τσίπρα.

Μόνη εξήγηση η ελπίδα ξεφουσκώματος

Θα ήταν άδικο να πούμε ότι μια τέτοια στάση στερείται έστω κάποιας λογικής. Πράγματι ο ΣΥΡΙΖΑ δυσκολεύεται να πείσει ότι μια κυβέρνηση δική του θα είναι καλύτερη για τη χώρα και τους πολίτες από τη σημερινή. Το αποδεικνύουν η θολή του εικόνα σε κρίσιμα στρώματα ψηφόφορων, οι επαμφοτερίζουζες θέσεις και η μετέωρη προσπάθεια του αρχηγού του να συμβιβάζει τα ασυμβίβαστα. Η καθήλωση των δημοσκοπικών ποσοστών και η απουσία νικηφόρας δυναμικής φαίνεται ότι καλλιεργούν τη στρατηγική άποψη ότι η ενδυνάμωση αυτού του κόμματος είναι ένα πλασματικό φαινόμενο μιας αντίδρασης που στερείται πολιτικών στοιχείων.  Κάπως έτσι στο ΠΑΣΟΚ είναι σα να πιστεύουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ όπως φούσκωσε θα ξεφουσκώσει και οι πολίτες θα επιστρέψουν. Αν η απόρριψη του ΣΥΡΙΖΑ βασίζεται σε μια ενδόμυχη αθώα ελπίδα ή σε κάποια κυνική επιθυμία ξεφουσκώματός του, τα πράγματα είναι σοβαρά.

Η αλήθεια Μπουτάρη

Ο Γιάννης Μπουτάρης είναι πολιτικός της σκεπτόμενης πράξης. Χθές στον “Αθήνα 984” (16/10) έθεσε χωρίς περιστροφές το ζήτημα ότι κεντροαριστερά χωρίς αριστερούς δεν γίνεται. Σε αυτή τη φάση ήταν αδύνατον να ικανοποιηθεί το αίτημα Μπουτάρη να περιλαμβάνονται στους 58 και συριζαίοι ως προσκαλώντες. Όμως ήταν λάθος να μην υπάρχει στοχευμένη πρόσκληση στο ΣΥΡΙΖΑ και εξηγούμαι: Η πρόσκληση μπορούσε να απευθύνεται στην επιτροπή εργασίας από πανεπιστημιακούς που με απόφαση Τσίπρα συστάθηκε από τον Φεβρουάριο του 13’ και να έχει αντικείμενο την προετοιμασία προγραμματικών συγκλίσεων σε θέματα μεταρρυθμίσεων στη δομή και λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Εάν σε αυτή τη συγκυρία δεν μπορεί κανείς από τους 58 να κάτσει στο ίδιο τραπέζι με (τυχαία τα ονόματα) τον Ηλία Νικολακόπουλο, τον Χριστόφορο Βερναρδάκη και το Δημήτρη Χριστόπουλο, τα πράγματα είναι πιο σοβαρά από ό,τι νομίζουμε.

Μην αγγίζετε τον κάκτο;

Εύχομαι όλα να πάνε σύμφωνα με τους καλύτερους υπολογισμούς των 58, να λάβουν τη στήριξη που προσμένουν, να γίνει η Ιδρυτική Συνδιάσκεψη, να οριστούν διαδικασίες έτσι ώστε στις ευρωεκλογές και τις δημοτικές το σχήμα να έχει όνομα, επικεφαλής στο ευρωψηφοδέλτιο και στοιχειωδώς επεξεργασμένες θέσεις. Φοβάμαι όμως ότι τα παραπάνω θα είναι πολύ λίγα και θα έχουν έρθει πολύ αργά και κατανοώ πόσο επίπονη και καθόλου αυτονόητη θα είναι η κατάκτησή τους. Υπάρχει απροθυμία και άρνηση όχι να βρεθεί από τώρα η λύση αλλά ακόμα και να αποτελέσουν αντικείμενο προετοιμασίας τα πιο κρίσιμα θέματα για το αύριο του χώρου όπως η ηγεσία, ο τρόπος εκλογής, η δομή του νέου σχήματος, η στρατηγική του απέναντι στη σημερινή κυβέρνηση και η πολιτική συμμαχιών. Αυτά αντιμετωπίζονται ως ακανθώδη θέματα και παραπέμπονται στο μέλλον. Το πρόβλημα είναι ότι ο χρόνος και ο τρόπος αντιμετώπισής τους συναρτώνται από το βαθμό επιτυχίας του εγχειρήματος ενω συμβαίνει ήδη το αντίστροφο. Είναι, δηλαδή, η έλλειψη προσέγγισης σε αυτά τα θέματα που θα γεννά συνεχώς προβλήματα και θα θέτει εμπόδια κάθε φορά που θα προκύπτει ένα οποιοδήποτε θέμα πολιτικής στο οποίο το σχήμα θα πρέπει να επιδεικνύει στοιχειωδώς ομοιόμορφα αντανακλαστικά.

Ευδοκιμεί σήμερα ένα Κόμμα Μεταρρυθμιστικού Κέντρου;

Σε μεγάλο βαθμό η συζήτηση για τη δημιουργία ενός κόμματος του κέντρου είναι αποτέλεσμα της αναζήτησης κομματικής αντιπροσώπευσης κάποιων μάλλον μετριοπαθών ελίτ οι οποίες, πρός το παρόν, δεν είναι ικανοποιημένες από τις τρέχουσες διαδικασίες ανασύνθεσης του κομματικού συστήματος της μεταπολίτευσης.

Το ουσιαστικό πρόβλημα για την τύχη ενός τέτοιου εγχειρήματος δεν είναι η υπέρβαση των επι μέρους φιλοδοξιών και ιδεολογικών αποχρώσεων ούτε η σύνθεση των διαφορετικών τάσεων σε ένα ενιαίο κόμμα όπως συχνά λέγεται. Το πρόβλημα είναι ότι ο ζωτικός πολιτικός χώρος για ένα κόμμα του μεταρρυθμιστικού κέντρου είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό ήδη κατειλειμμένος από τα 3 κόμματα της συγκυβέρνησης.  

Ας θεωρήσουμε, ως υπόθεση εργασίας,  ότι τα θέματα της ηγεσίας και του αξιακού προγραμματικού πλαισίου θα επιλυθούν άμεσα κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Στους πρώτους μήνες του 2013 θα έχουμε ήδη ένα νέο κόμμα, ας το ονομάσουμε ΚΜΚ (Κόμμα Μεταρρυθμιστικού Κέντρου). Το ΚΜΚ θα βρίσκεται στο κέντρο του πολιτικού φάσματος, τα στελέχη του θα εμφανίζονται σε συζητήσεις στην τηλεόραση και σε κάποιες δημοσκοπήσεις η δύναμή του θα βρίσκεται πάνω-κάτω στο κατώφλι του 3%. Το ΚΜΚ θα είναι ένα μικρό πολυσυλλεκτικό κόμμα που θα συνδυάζει κεντροδεξιές και κεντροριστερές πολιτικές τη στιγμή που ο πολυσυλλεκτισμός όπως τον ξέραμε έχει εξαντλήσει τη χρησιμότητά του. Ένα τέτοιο μικρό κόμμα καθώς θα πλησιάζουν οι ερχόμενες εκλογές θα δέχεται τεράστια αμφίπλευρη πίεση. Θα συμπιεστεί όχι από την πόλωση όπως λέγεται αλλά από μια ΝΔ που θα μοιάζει όλο και λιγότερο με αυτή που ξέραμε πρίν τον Μάιο του 2012 καθώς θα επιχειρεί να συγκροτήσει τον κεντροδεξιό μεταρρυθμιστικό πόλο. Επίσης θα δέχεται πιέσεις από τον κεντροαριστερό μεταρρυθμιστικό πόλο την ηγεμονία του οποίου δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αυτή τη στιγμή αν θα έχει το ΠΑΣΟΚ, η ΔΗΜΑΡ ή κάποιο άλλο σχήμα από αυτά τα δύο κόμματα. Υπό αυτές τις συνθήκες θα είναι αμφίβολο αν θα κατορθώσει να είναι στην επόμενη Βουλή.

Μπορεί οι μεταρρυθμίσεις που προωθεί η τρικομματική κυβέρνηση και εκείνες που επαγγέλονται ξεχωριστά καθένα από τα κόμματα που την αποτελούν να μην είναι ακριβώς το “cup of tea” των ελίτ που επιδιώκουν ένα ΚΜΚ. Αυτό όμως έχει ελάχιστη σημασία για την τύχη ενός ΚΜΚ η οποία δεν ευνοείται υπό τις παρούσες συνθήκες. Η Ελλάδα του 2013 δεν είναι Εσθονία όπου μετά την ανεξαρτητοποίησή της από τη ΕΣΣΔ δημιουργήθηκε από το μηδέν ένα κομματικό σύστημα όπου τα δύο πρώτα κόμματα είναι το κλασικά φιλελεύθερο Εσθονικό Μεταρρυθμιστικό Κόμμα και το κεντρώο Εσθονικό Κεντρώο Κόμμα. Δεν είναι ούτε Ιταλία όπου μετά τα σκάνδαλα στις αρχές τις δεκαετίας του 90’ κατέρρευσε πραγματικά και όχι εκλογικά το μεταπολεμικό κομματικό σύστημα. Στη δεύτερη Ιταλική δημοκρατία εξαφανίστηκαν τα έως τότε κόμματα  και ο ατελής διπολισμός ανάμεσα στο Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα και την Κομμουνιστική Αριστερά έδωσε τη θέση του σε ένα ελάχιστα πιο πλουραλιστικό σύστημα με σαφή διπολικά χαρακτηριστικά ανάμεσα στην κεντροδεξιά Forza Italia του Μπερλουσκόνι και τις κατα καιρούς κεντροαριστερές συμμαχίες.
Στην Ελλάδα του 2013 το κομματικό σύστημα της μεταπολίτευσης βρίσκεται σε διαδικασία ανασύνθεσης. Τα παλιά κόμματα (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ) είναι ακόμα ζωντανά και ανασυντίθενται ενώ παλιοί (ΣΥΡΙΖΑ) και νέοι παίκτες (ΔΗΜΑΡ) έχουν ήδη καταγεγραμμένες δυνάμεις και εξελίσσονται γρήγορα. Σε ένα τέτοιο σκηνικό ακόμα και το ιδανικότερο ΚΜΚ, όπως αυτό της υπόθεσης εργασίας μας, θα είναι ο αδύναμος κρίκος.