Πως μετριέται ο λαϊκισμός;

 © johnhain | Pixabay

Η έρευνα του Ινστιτούτου Timpro για τον «Δείκτη Απολυταρχικού Λαϊκισμού», την οποία παρουσιάζει στην Ελλάδα το ΚεΦιΜ, ήρθε να επιβαρύνει το ήδη καταθλιπτικό κλίμα που επικρατεί τον τελευταίο καιρό αναφορικά με τις προοπτικές της δημοκρατικής πολιτικής στην Ελλάδα. Η ζήτηση για απολυταρχικό λαϊκισμό εμφανίζεται πλειοψηφική καθώς όπως αναφέρει η έρευνα, σε δημοσίευμα της Καθημερινής, «η Ελλάδα είναι μία από τις 4 χώρες-μέλη της ΕΕ που η κυβέρνηση αποτελείται μόνο από λαϊκιστές», ενώ τα «λαϊκιστικά» κόμματα συγκέντρωσαν πάνω από το 50% των ψήφων στις τελευταίες εθνικές εκλογές του 2015». Όταν την ίδια στιγμή στην Ευρώπη ο δείκτης απολυταρχικού λαϊκισμού είναι 22,2% εύκολα συμπεραίνει κανείς ότι εκτός από διεφθαρμένη (Δείκτης Αντίληψης Διαφθοράς της Διεθνούς Διαφάνειας) και δημοκρατικά ελλειμματική (Economist Democracy Index), η Ελλάδα είναι πρωταθλήτρια στον λαϊκισμό και μάλιστα του απολυταρχικού είδους.

Πριν αναφερθώ σε ορισμένες ενστάσεις για την μεθοδολογία του Δείκτη Απολυταρχικού Λαϊκισμού του Timpro, επισημαίνω ότι όταν οι πολιτικές και κοινωνικές επιστήμες καταπιάνονται με τη μέτρηση σύνθετων και αρκετά προκλητικών ιδεολογικών φαινομένων όπως ο λαϊκισμός έχουν ή θα έπρεπε να έχουν δύο στενά αλληλένδετους στόχους. Ο πρώτος είναι να προσφέρουν μια όσο το δυνατόν πιο ολιστική κατανόηση του υπό μελέτη φαινομένου έτσι ώστε, και εδώ είναι ο δεύτερος αλληλένδετος στόχος, να προκύπτουν εναργώς οι κατευθύνσεις είτε για τον περιορισμό των αρνητικών του επιδράσεων είτε για τη μεγιστοποίηση των δυνητικών του ωφελειών για το δημόσιο συμφέρον. Με την πιο πάνω συλλογιστική διάβασα τη μεθοδολογία, τα δεδομένα(.xls) και τα πορίσματα της έρευνας αλλά δεν μπορώ να πω ούτε ότι έγινα σοφότερος για την απήχηση του λαϊκισμού ούτε ότι έχω καλύτερη εικόνα για τις διαθέσιμες επιλογές αντιμετώπισης του φαινομένου.

Εν συντομία, ο δείκτης Απολυταρχικού Λαϊκισμού του Timpro καταγράφει την εκλογική απήχηση των κομμάτων τα οποία – βάσει της μεθοδολογίας του- κατατάσσει στα ακραία ή απολυταρχικά κόμματα της αριστεράς και της δεξιάς και αποδίδει σε αυτά τα ποσοστά διαφορετική βαρύτητα ανάλογα με το ποσοστό των εδρών τους στη Βουλή και το βαθμό συμμετοχής τους στην κυβέρνηση. Έτσι οι ερευνητές του Timpro προσμετρούν τις ψήφους και την κατοχή αξιωμάτων αλλά σημειώνουν ότι αφήνουν εκτός πεδίου την επιρροή των «λαϊκιστικών» κομμάτων στην εφαρμοσμένη πολιτική. Επίσης, οι ερευνητές κατατάσσουν τα κόμματα του απολυταρχικού λαϊκισμού στις κατηγορίες «δεξιά» ή «αριστερά» και «ακραία» ή «απολυταρχικά». Αν ο διαχωρισμός σε αριστερά και δεξιά είναι λίγο πολύ θέμα αυτοπροσδιορισμού, για να χαρακτηριστεί ένα κόμμα απολυταρχικό αρκεί να μπορεί κάποιος να το χαρακτηρίσει αντι-φιλελεύθερο. Για να δώσουμε μερικά παραδείγματα, ο ΣΥΡΙΖΑ σύμφωνα με το Timpro είναι ένα απολυταρχικό αριστερόστροφο λαϊκιστικό κόμμα με ιδεολογία του το σοσιαλισμό και την αντι-παγκοσμιοποίηση, η Χρυσή Αυγή είναι ένα ακραίο εθνικιστικό νεοναζιστικό κόμμα της άκρας δεξιάς, το ΚΚΕ είναι ένα επίσης ακραίο κομμουνιστικό κόμμα της άκρας αριστεράς, οι ΑΝΕΛ είναι ένα απολυταρχικό κόμμα του εθνικού συντηρητισμού.

Με βάση τη μεθοδολογία αυτή τα μόνα ευρωπαϊκά κόμματα που θεωρούν οι ερευνητές ότι δεν είναι λαϊκιστικά είναι τα κεντρώα, κεντροδεξιά και κεντροαριστερά κόμματα. Το γεγονός ότι η εφαρμοσμένη πολιτική βρίσκεται εκτός του πεδίου της έρευνας καθιστά το δείκτη προβληματικό και περιορίζει την αξία του. Ο λαϊκισμός στον λόγο και την πράξη των κομμάτων είναι διάχυτο φαινόμενο που διατρέχει οριζόντια το κομματικό σύστημα. Ας πάρουμε ορισμένα πρόσφατα παραδείγματα εξόχως λαϊκιστικών πολιτικών θέσεων κομμάτων της εγχώριας πολιτικής σκηνής. Πόσο φιλελεύθερη ήταν η διολίσθηση της ΝΔ στον ακραίο εθνικιστικό λόγο κατά τις δημόσιες συζητήσεις για τη συμφωνία των Πρεσπών; Δεν είναι καραμπινάτος λαϊκισμός η διαφαινόμενη μείωση κατά 50% του ανταποδοτικού τέλους της ΕΡΤ μόλις γίνει κυβέρνηση η ΝΔ ώστε να ελαφρυνθεί ο ελληνικός λαός από τη χρηματοδότηση της δημόσιας τηλεόρασης; Ή μήπως δεν είναι γνήσιος συνωμοσιολογικός λαϊκισμός οι αναφορές του ΚΙΝΑΛ για το ρόλο του Σόρος στο Μακεδονικό;

Προφανώς και είναι. Ωστόσο, το ραντάρ της συγκεκριμένης έρευνας είναι προβληματικό γιατί αφήνει εκτός πεδίου την εφαρμοσμένη πολιτική. Υπάρχουν πολλά αυταρχικά κόμματα που στη θητεία τους ψήφισαν νόμους για την απόδοση ιθαγένειας σε μετανάστες, για το σύμφωνο συμβίωσης, για την αναδοχή και υιοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια; Με ποιό σκεπτικό η ψήφος των πολιτών που έδωσαν αυτή την εντολή θεωρείται ότι αυξάνει τη ζήτηση για απολυταρχικό λαϊκισμό; Γιατί αν εμμέσως πλην σαφώς θέλουν να μας πουν ότι για να αναχαιτιστεί ο λαϊκισμός, ο οποίος είναι σύνθετο ζήτημα που δεν χωρά μονοσήμαντες ερμηνείες, αρκεί οι πολίτες να επιλέξουν με την ψήφο τους κεντρώα, φιλελεύθερα, κεντροδεξιά ή σοσιαλδημοκρατικά κόμματα η πραγματικότητα τους διαψεύδει.

4 + 1 ερωτήματα για την κυβέρνηση μειοψηφίας

Επανήλθε το σενάριο για κυβέρνηση μειοψηφίας μετά τη βέβαιη αποχώρηση των ΑΝΕΛ από την κυβέρνηση σε περίπτωση που υπερψηφιστεί από τη Βουλή η συμφωνία των Πρεσπών. Επειδή μέσα στο γενικότερο κλίμα πόλωσης και σύγχυσης που επικρατεί εκφράζονται υπερβολές και φόβοι που δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα, θα επιχειρήσω να θέσω και να απαντήσω 3 +1 ερωτήματα για την κυβέρνηση μειοψηφίας. Πάμε λοιπόν:

Τι είναι;

Κυβέρνηση μειοψηφίας έχουμε όταν ένα κόμμα ή συνασπισμός ή συμμαχία κομμάτων κυβερνά χωρίς να έχει την πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Το φαινόμενο της κυβέρνησης μειοψηφίας εμφανίζεται είτε αμέσως μετά τις εκλογές – όπως συνέβη το 2017 στη Μεγάλη Βρετανία, είτε στη διάρκεια της κοινοβουλευτικής περιόδου μετά από πτώση της κυβέρνησης – όπως στην Ισπανία το 2018 ή και στο Βέλγιο όπου η κυβέρνηση έχασε την πλειοψηφία. Μια κυβέρνηση μειοψηφίας παραμένει στην εξουσία για όσο διάστημα κατορθώνει να υπερψηφίζει νομοσχέδια με την υποστήριξη ή την ανοχή κομμάτων και βουλευτών στη Βουλή υπό την προϋπόθεση ότι η μη εμπιστοσύνη της Βουλής δεν διαπιστώνεται σε ψηφοφορία για πρόταση δυσπιστίας. Σε αυτό το ενδεχόμενο η κυβέρνηση μειοψηφίας πέφτει και σχηματίζεται νέα από την παρούσα ή την επόμενη Βουλή.

Είναι νόμιμη;

Απολύτως. Αυτή τη στιγμή κυβερνήσεις μειοψηφίας έχουμε ακόμα στις πιο προηγμένες φιλελεύθερες δυτικές δημοκρατίες όπως η Δανία στην οποία οι περισσότερες κυβερνήσεις από το 1982 είναι τέτοιου τύπου. Στην μεταπολιτευτική Ελλάδα δεν έχει εμφανιστεί ακόμα κυβέρνηση μειοψηφίας. Ωστόσο, το Σύνταγμά μας στο άρθρο 84 για την αρχή της δεδηλωμένης, στην παράγραφο 6, αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο κυβέρνησης μειοψηφίας καθώς προβλέπει ότι η πρόταση εμπιστοσύνης μπορεί να γίνει αποδεκτή αν συγκεντρώσει έστω και 120 ψήφους. Σε αυτό το σημείο η λογική του Συντάγματος τάσσεται υπέρ της κυβερνητικής σταθερότητας.

Είναι πιθανή;

Περισσότερο από ποτέ άλλοτε στο παρελθόν καθώς συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αποχώρησης των ΑΝΕΛ και της διαφαινόμενης υπερψήφισης της συμφωνίας των Πρεσπών σε Σκόπια και Αθήνα. Βέβαια, λόγω του πρωθυπουργοκεντρικού πολιτικού συστήματος η πρωτοβουλία των κινήσεων ανήκει στον κ. Τσίπρα. Επομένως το αν οδηγηθούμε σε κυβέρνηση μειοψηφίας θα εξαρτηθεί από τη στάθμιση για τον καταλληλότερο χρόνο των εκλογών που θα κάνει ο πρωθυπουργός.

Είναι επικίνδυνη;

Ας σταματήσει κάποτε ο πλειοδοτικός διαγωνισμός κινδυνολογίας. Οι δημοκρατικοί θεσμοί δεν υπονομεύονται από την τυπική εφαρμογή των Συνταγματικών διατάξεων. Η λειτουργία των θεσμών υποσκάπτεται από την καθημερινή δηλητηρίαση του πολιτικού κλίματος με δραματοποιημένες, υπερβολικές και εμπρηστικές δηλώσεις που διχάζουν τους πολίτες, τροφοδοτούν τον αριστερό και δεξιό λαϊκισμό και τελικά εμπεδώνουν την κρίση εμπιστοσύνης στη δημοκρατία προς όφελος των πραγματικών της εχθρών.

Ποιόν συμφέρει;

Η εύκολη απάντηση είναι τον Τσίπρα. Ο πρωθυπουργός, κατά τα φαινόμενα, θα ξεφορτωθεί τον Καμμένο και τους ΑΝΕΛ. Θα παρατείνει τη διάρκεια ζωής μιας νέας και – πιθανώς- προοδευτικότερης σύνθεσης κυβέρνησης  μέχρι το φθινόπωρο εφόσον το επιθυμεί. Θα επιχειρήσει να καταστεί ο ίδιος το επίκεντρο κάθε προσπάθειας ανασυγκρότησης των δυνάμεων μιας αντιδεξιάς παράταξης για την επόμενη μέρα των εκλογών. Ναι; Όχι ακριβώς. Τα τελευταία δείγματα γραφής στη λειτουργία της κυβέρνησης από τα πιο σημαντικά όπως η διαχείριση κρίσεων (Φωτιά στο Μάτι), τα μεσαίας σημασίας (χρίσμα σε μέτριους και αμιγώς κομματικούς υποψηφίους στους Δήμους της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης) έως τα χαμηλής σημασίας ζητήματα (επίσκεψη Τσίπρα στο μετρό Θεσσαλονίκης) έχουν απογοητεύσει και σπείρει τις αμφιβολίες και στους ίδιους του τους οπαδούς. Επομένως δεν είναι καθόλου βέβαιο σε τι θα ωφελήσει η παράταση ζωής μιας κυβέρνησης που εκφυλίζεται χωρίς συμμάχους, και δίχως την πλειοψηφική ευχέρεια να νομοθετεί.

Δεν είναι το Facebook ηλίθιε

Συζητάμε για την κρίση της πολιτικής, της αντιπροσώπευσης και εν τέλει της δημοκρατίας τουλάχιστον τις τρεις τελευταίες δεκαετίες. Οι αρχικές ενδείξεις έγιναν επίμονες τάσεις που πλέον παγιώθηκαν σε συνθήκες πεισματικές και αμετάβλητες. Η άσκηση του δικαιώματος του εκλέγειν έχει χάσει την αξιακή αίγλη που κάποιοι έλπιζαν ότι θα διατηρούσε. Πολλοί συμπολίτες μας αντιμετωπίζουν την ημέρα των εκλογών σαν μια οποιαδήποτε άλλη ημέρα της ζωής τους. Προτιμούν να την αφιερώσουν σε οτιδήποτε θεωρούν ότι θα έχει μεγαλύτερο όφελος και μικρότερη ζημιά από την προσέλευση στο εκλογικό κέντρο και την επιλογή εντός του παραβάν. Τα μέλη των κομμάτων ολοένα μειώνονται. Για να επιθυμείς να είσαι ενεργό μέλος κάποιου κόμματος πρέπει είτε να ανήκεις σε κάποια ελίτ που εύκολα αναγνωρίζει τα άμεσα οφέλη αυτής της συμμετοχής ή να διατηρείς σχετικές προσδοκίες ότι σύντομα μπορείς κι εσύ να γίνεις μέλος της.

Real Democracy Now

¡Democracia Real YA! (‘Real Democracy Now’) poster by the Mexican art collective Lapiztola Stencil. Rosario Martínez Llaguno and Roberto Vega Jiménez. Πηγή: http://theconversation.com/the-end-of-representative-politics-41997

Η κατάρρευση της εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς διακυβέρνησης αποκτά πλανητική διάσταση όπως φαίνεται σε πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ. Ειδικά στην Ελλάδα της μίζερης οικονομικής πολιτικής των μνημονίων τα αποτελέσματα είναι οικτρά. Μόλις ένας στους 10 πολίτες εμπιστεύεται την κυβέρνηση. Όσο σε αυτό το περιβάλλον έρχονται να προστεθούν σκάνδαλα κατάχρησης προνομίων και δημοσίου χρήματος και αποκαλύψεις αθέμιτων τακτικών χειραγώγησης των πολιτών, τόσο βαθαίνει το ρήγμα ανάμεσα στα άτομα, που απεκδύονται το ρόλο του πολίτη, και την πολιτεία εντός της οποίας διαβιούν σε καθεστώς πολιτικής αποξένωσης.

Πρόσφατο παράδειγμα η αποκάλυψη του Channel 4 στη Μεγάλη Βρετανία για τις πρακτικές της Cabridge Analytica. Μιας εταιρίας που παρέχει υπηρεσίες τεχνολογίας και πολιτικού marketing. Η εν λόγω εταιρία έπαιξε ρόλο τόσο στην επικράτηση του Τράμπ το 2016 στις ΗΠΑ όσο και στην επιρροή εκλογικών αποτελεσμάτων υπέρ κομμάτων και υποψηφίων σε άλλες χώρες.  Τόσο αθέμιτα και κυνικά ήταν τα μέσα που αποκαλύφθηκε ότι χρησιμοποιούν που θα λέγαμε ότι ανήκουν στη σφαίρα σεναριακής φαντασίας δημοφιλούς αμερικάνικης τηλεοπτικής σειράς. Συμβαίνoυν όμως στην πραγματικότητα. Είδαμε υψηλόβαθμα στελέχη της εταιρίας να αναφέρουν ότι “η εκλογική μάχη καλό είναι να δίνεται στο πεδίο των συναισθημάτων και όχι των γεγονότων” ενώ λίγο μετά εκθέτουν τις πιο προηγμένες υπηρεσίες τους όπως είναι το στήσιμο κατασκευασμένων ιστοριών με τη συνδρομή πρώην πρακτόρων που εργάζονται για λογαριασμό της εταιρίας να εμπλέκουν πολιτικούς αντιπάλους των πελατών τους σε σεξουαλικά σκάνδαλα.
Αν εξετάσει κανείς μεμονωμένα αυτές τις τεχνικές θα διαπιστώσει ότι δεν είναι όλες καινοφανείς.  Πράγματι, οι τεχνικές του microtargeting στην εκλογική πολιτική επικοινωνία έχουν ιστορία σχεδόν δυο δεκαετιών. Επίσης πολλά έχουν γραφτεί, με επαινετική συχνά διάθεση, για την καινοτομική αξιοποίηση βάσεων δεδομένων από ποικίλες πηγές σε συνδυασμό με το facebook από το πολυσυζητημένο επιτελείο του Obama στην καμπάνια επανεκλογής του το 2012. Ωστόσο, αυτή τη φορά φαίνεται πως συμβαίνει κάτι διαφορετικό. Το θεμέλιο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, οι ελεύθερες εκλογές, εξευτελίζεται στα μάτια μιας πολιτικά απογοητευμένης κοινής γνώμης από το χρήμα που τζογάρει στο φόβο και αγοράζει τις πιο σκοτεινές κι αθέμιτες τακτικές.

Να το πούμε αλλιώς. Μετά την εμπειρία του 2012, η προτροπή “Κάνε το όπως ο Ομπάμα” σήμαινε τη δημιουργία μιας κεντρικής βάσης δεδομένων με όλα τα στοιχεία των ψηφοφόρων και διασπορά προσωποποιημένων μηνυμάτων από επιδραστικά άτομα στο κοινωνικό δίκτυο των φίλων τους. Μετά την εμπειρία του 2016, το “Κάνε το όπως ο Τράμπ” σημαίνει να ανακαλύψεις τι φοβίζει τον κόσμο, να κατασκευάσεις ψευδείς ειδήσεις και ιστορίες και να τις διαδόσεις στους ανθρώπους που είναι περισσότερο πιθανό να επηρεαστούν. Μέσα σε λίγα χρόνια η υπόσχεση αναμόρφωσης της δημοκρατικής πολιτικής από τις νέες τεχνολογίες έχει μετατοπιστεί από το σημείο του ανταγωνισμού για το ποιος θα κατακτήσει την κορυφή στον διαγκωνισμό για το ποιος θα κυλιστεί καλύτερα στο βούρκο.  

Το ζήτημα δεν είναι τόσο τεχνολογικό όσο λέγεται. Όπως έχουμε πει ξανά οι τεχνολογίες δεν είναι ουδέτερες. Σχεδιάζονται μέσα σε συγκεκριμένο ιστορικό, οικονομικό και κοινωνικό πλέγμα σχέσεων εξουσίας για να λειτουργούν προς την επίτευξη σκοπών που το αναπαράγουν. Ο Mark Zuckerberg θα αλλάξει το επιχειρηματικό μοντέλο της Facebook, και τις τεχνολογίες που το υποστηρίζουν, αν και μόνο αν το κόστος σε απώλειες κέρδους και φήμης από υποθέσεις όπως της Cabridge Analytica υπερβαίνει το όφελος του να συνεχίσει στην ίδια πορεία με οριακές βελτιώσεις και καμία ανάρτηση συγνώμης. Τις παθογένειες της σύγχρονης δημοκρατίας δεν μπορεί να τις λύσει καμία εταιρία, ίσως και κανένα κράτος όσο ισχυρό κι αν είναι, από μόνα τους. Απαιτείται συνέγερση ευρύτερων οντοτήτων και άρθρωση ρηξικέλευθων επιλογών για το μέλλον της οικονομίας, της πολιτικής, της εργασίας, του τρόπου που ζούμε στον πλανήτη.

Το ζήτημα είναι πολιτικό και κοινωνικό μαζί. Το αίτημα για τις προοδευτικές δυνάμεις του κόσμου δεν είναι να εκμεταλλευτούμε εκείνες, καλύτερα και πιο σκοτεινά από τους άλλους, για χάρη των δικών τους σκοπών και υποψηφίων τα δεδομένα του καθε Facebook. Είναι να βρούμε τον τρόπο να σχεδιάσουμε πολιτικά συστήματα και θεσμούς σε αντιστοιχία με τον 21ο αιώνα και όσα επιτάσσει η 4η βιομηχανική επανάσταση γιατί αυτά που κουβαλάμε από τον 18ο τελούν υπό κατάρρευση. Είναι βαθιά προβληματικό τα θεμέλια της σύγχρονης δημοκρατικής διακυβέρνησης να παραμένουν ίδια και απαράλλαχτα με τις ανάγκες μιας εποχής που πολλοί πολίτες μπορεί να μην είχαν δει ούτε ζωγραφιστό τον κυβερνήτη τους ή να χρειάζονταν μέρες ταξίδι για να τον δουν από απόσταση, με την εποχή που μπορούν να αντιδράσουν ακαριαία στέλνοντάς του προσωπικό μήνυμα στο τελευταίο instagram story του. Κι όμως η λαϊκή κυριαρχία ασκείται μέσω των εκλογών μόνο κάθε 4 ή 5 χρόνια. Ως αποτέλεσμα όλος ο πολιτικός, μηντιακός και οικονομικός ανταγωνισμός συγκεντρώνει τις δυνάμεις του στο σκοπό να επηρεάσει εκείνη την ημέρα. Και αυτό είναι και θα είναι και στο μέλλον εύκολο να γίνει αν οι δημοκρατικές εκλογές δεν επανακατανεμηθούν στον χώρο και στο χρόνο στη βάση ενός νέου δικτυακού μοντέλου που θα εμπλέκει καθημερινά τους πολλούς.  

Αντέχει το πολιτικό σύστημα τη συμφωνία παραμονής στο ευρώ;

Στις επόμενες μέρες φαίνεται θα οριστικοποιηθεί η συμφωνία που κλείνει τη φιλολογία της ρήξης με όσα ενδεχόμενα αυτή συνεπάγεται. Απομένει βέβαια να τη δούμε, να την καταλάβουμε σε όλες της τις λεπτομέρειες για να την κρίνουμε ολοκληρωμένα. Ωστόσο, από τις μέχρι τώρα ενδείξεις μπορούμε να κάνουμε ορισμένες προκαταρκτικές πολιτικές παρατηρήσεις.

Όσο καλό επικοινωνιακό πακετάρισμα κι αν γίνει από την κυβέρνηση, και παρόλο που παίζει κάποιο ρόλο, η συμφωνία δεν παύει να αποτελεί λογαριασμό βαρύ που πιθανότατα θα κληθούν να πληρώσουν και πάλι πολλοί και άδικα. Αυτό σημαίνει πολλαπλό κόστος. Κόστος για την κοινωνία που δε βλέπει φως στο τούνελ. Κόστος για την οικονομία που σε τέτοιο καθεστώς δεν βλέπει ανάπτυξη. Κόστος τελικά για την κυβέρνηση που καλλιέργησε προεκλογικά άλλες προσδοκίες.

Τα ερώτημα είναι μπορεί το πολιτικό σύστημα να μετριάσει αυτό το κόστος; Μπορεί αυτή τη φορά να μεγιστοποιήσει τα οφέλη από την παραμονή στο διεθνές σύστημα συνεργασίας των δυτικών χωρών; Η θέση μου είναι ότι ασφαλώς και μπορεί αν οι παίκτες κοιτάξουν επιτέλους μπροστά αφήνοντας πίσω τους παιδιάστικους τακτικισμούς και τις παραλυτικές μνησικακίες.

  1. Η κυβέρνηση πρέπει να κοιτάξει μπροστά. Έχει ένα προνόμιο που δεν το είχαν οι προηγούμενες. Πολιτικό ορίζοντα 3,5 χρόνων χωρίς προγραμματισμένη εκλογική αναμέτρηση. Έχει όμως επώδυνα μέτρα να εφαρμόσει. Η σημερινή κοινοβουλευτική στήριξη (ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ και υπό όρους τα άλλα φιλευρωπαϊκά κόμματα) καθόλου δεν εγγυάται τη δεδηλωμένη σε βάθος τετραετίας. Επομένως για να έχει μέλλον η κυβέρνηση πρέπει να ανανεώσει την εντολή της ανατέμνοντας τον πολιτικό χάρτη με νέο προγραμματικό περιεχόμενο. Υπάρχει τρόπος, οι συνθήκες και ο χρόνος για να το πράξει. Αποτελεί για αυτήν συνθήκη πολιτικής επιβίωσης.
  2. Η φιλοευρωπαϊκή αντιπολίτευση πρέπει να κοιτάξει μπροστά. Να ξεπεράσει επιτέλους την παγίδα του κουτσαβακισμού που την έχει εγκλωβίσει ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Σε περίπτωση που πάμε σύντομα σε εκλογές οι δρόμοι είναι δύο. Είτε θα δημιουργηθεί από τα καλύτερα υλικά της ΝΔ, του Ποταμιού και του ΠΑΣΟΚ ένα νέο κόμμα που θα επιχειρήσει να εκφράσει με αξιοπιστία και φρέσκο λόγο την εφαρμογή ενός πολιτικού πρότζεκτ της Ευρωπαίκής Ελλάδας του 2020 χτυπώντας στοχευμένα συγκεκριμένες αδυναμίες του ΣΥΡΙΖΑ. Ή αυτά τα κόμματα θα συνεχίσουν τις μοναχικές τους πορείες γεμάτες από μνημονιακά και αντιμνημονικά μισόλογα κι αφήνοντας να εκφράσει την μεταρρυθμιστική ατζέντα του μέλλοντος με τους δικούς του όρους ο ΣΥΡΙΖΑ.

Είναι ώρα μεγάλων αποφάσεων. Είναι ώρα για ηγεσία και πολιτική διεύθυνση.

Κεντροαριστερά χωρίς αριστερούς;

Η ψυχολογία του απατημένου εραστή

Η πρόσκληση των 58 για την κεντροαριστερά περιέχει αρκετό κέντρο και σχεδόν καθόλου αριστερά. Το νέο εγχείρημα δείχνει να κληρονομεί αυτούσια την οπτική του σημερινού ΠΑΣΟΚ απέναντι στην αριστερά. Μια οπτική εντελώς ξένη προς τις ιστορικές καταβολές του χώρου και τόσο μίζερη που σε κάποιες εκδηλώσεις της μοιάζει περισσότερο με την αντιφατική στάση ενός εγκατελειμένου πρώην εραστή προς το αντικείμενο του διακαούς του πόθου παρά με πολιτική συμπεριφορά. Όπου εγκατελειμένος εραστής φανταστείτε τη σχιζοειδή φύση του σημερινού ΠΑΣΟΚ. Ενός κόμματος που στις ευρωεκλογές εκλέγει δεν εκλέγει 2 ευρωβουλευτές, συμμετέχει ενεργά στην πιο δεξιά κυβέρνηση της μεταπολίτευσης συνεργαζόμενο με την ιστορικά συντηρητικότερη – στα όρια της αυταρχικής άκρας δεξιάς – ΝΔ και παρόλα αυτά συνεχίζει να παρακολουθεί ατάραχο να βαθαίνει το χάσμα αμοιβαίας κατανόησης με πολλές χιλιάδες πρώην φίλους του που πια ψηφίζουν ΣΥΡΙΖΑ.

Ας θυμηθούμε ορισμένα στιγμιότυπα.

Στο debate των πολιτικών αρχηγών στις εκλογές του 2007 ο Αλέκος Αλαβάνος, τότε αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, είχε μια πολύ καλή εμφάνιση κερδίζοντας τις εντυπώσεις. Σε εκείνες τις εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ δεν τα πήγε άσχημα, ειδικά στις μεγάλες περιφέρειες των αστικών κέντρων του λεκανοπεδίου. Ενδεχομένως, θα τα πήγαινε ακόμα καλύτερα αν ο κ. Αλαβάνος έσπαγε το ταμπού ζητώντας ψήφο ανατροπής των συσχετισμών για ανάληψη κυβερνητικών ευθυνών από την αριστερά. Κάτι που έκανε ευθέως ο διάδοχός του Αλέξης Τσίπρας στην προεκλογική περίοδο του 2012 τινάζοντας την μπάνκα στον αέρα, όταν βέβαια οι πολιτικές συνθήκες το ευνούσαν ακόμα περισσότερο. Πριν την εκλογική του μεγέθυνση, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ένα μόνιμο μοτίβο απέναντι στο κραταιό τότε ΠΑΣΟΚ. Απευθυνόταν μόνο στον κόσμο του ζητώντας συμπόρευση χωρίς να αφήνει περιθώρια για άλλες συζητήσεις σύγκλισης σε επίπεδο ηγεσιών. Τακτική  απολύτως λογική για ένα μικρό κόμμα της αριστεράς που ήθελε να εξασφαλίσει μια πιο άνετη είσοδο στο κοινοβούλιο χωρίς να δείχνει ούτε ίχνος φλέρτ με την ηγεμονική παρουσία του ΠΑΣΟΚ που μια ζωή του στερούσε στελέχη, επιρροή και ποσοστά.

Άλλα δεδομένα ίδια μεγέθη;

Η σημερινή κατάταξη των δυο κομμάτων στη Βουλή και τις δημοσκοπήσεις έχει αντιστρέψει πλήρως την κατάσταση. Σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αξιωματική αντιπολίτευση και στις δημοσκοπήσεις εμφανίζεται να διεκδικεί με καλούς οιωνούς την πρωτιά στις ερχόμενες εκλογές. Το ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 2012 απώλεσε πάνω από το 70% της δύναμης που είχε το 2009 ενώ στις σημερινές δημοσκοπήσεις κοντεύει να χάσει τους μισούς ψηφοφόρους από το ιστορικό χαμηλότερο του 12%. Ποιά είναι η στάση του σημερινού ΠΑΣΟΚ απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ με αυτά τα δεδομένα; Είναι μια στάση πλήρους άρνησης αυτής της πραγματικότητας. Από τη μια απευθύνεται περιστασιακά με περίσσιο διδακτισμό αλλά απερίσκεπτα, χωρίς ενδελεχή μελέτη ποιοτικών ερευνών,  στον κόσμο που ψήφισε ή σκέπτεται να ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ. Από την άλλη διατηρεί με ζήλο μια εχθρική στάση απέναντι στην ηγεσία και το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Τα παραδείγματα είναι αναρίθμητα. Για να μη χάσουμε τη μεγάλη εικόνα αρκεί να θυμηθούμε ότι οι “καλύτερες” με διαφορά εμφανίσεις του Βενιζέλου στη Βουλή είναι όταν επιτίθεται στον Τσίπρα.

Μόνη εξήγηση η ελπίδα ξεφουσκώματος

Θα ήταν άδικο να πούμε ότι μια τέτοια στάση στερείται έστω κάποιας λογικής. Πράγματι ο ΣΥΡΙΖΑ δυσκολεύεται να πείσει ότι μια κυβέρνηση δική του θα είναι καλύτερη για τη χώρα και τους πολίτες από τη σημερινή. Το αποδεικνύουν η θολή του εικόνα σε κρίσιμα στρώματα ψηφόφορων, οι επαμφοτερίζουζες θέσεις και η μετέωρη προσπάθεια του αρχηγού του να συμβιβάζει τα ασυμβίβαστα. Η καθήλωση των δημοσκοπικών ποσοστών και η απουσία νικηφόρας δυναμικής φαίνεται ότι καλλιεργούν τη στρατηγική άποψη ότι η ενδυνάμωση αυτού του κόμματος είναι ένα πλασματικό φαινόμενο μιας αντίδρασης που στερείται πολιτικών στοιχείων.  Κάπως έτσι στο ΠΑΣΟΚ είναι σα να πιστεύουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ όπως φούσκωσε θα ξεφουσκώσει και οι πολίτες θα επιστρέψουν. Αν η απόρριψη του ΣΥΡΙΖΑ βασίζεται σε μια ενδόμυχη αθώα ελπίδα ή σε κάποια κυνική επιθυμία ξεφουσκώματός του, τα πράγματα είναι σοβαρά.

Η αλήθεια Μπουτάρη

Ο Γιάννης Μπουτάρης είναι πολιτικός της σκεπτόμενης πράξης. Χθές στον “Αθήνα 984” (16/10) έθεσε χωρίς περιστροφές το ζήτημα ότι κεντροαριστερά χωρίς αριστερούς δεν γίνεται. Σε αυτή τη φάση ήταν αδύνατον να ικανοποιηθεί το αίτημα Μπουτάρη να περιλαμβάνονται στους 58 και συριζαίοι ως προσκαλώντες. Όμως ήταν λάθος να μην υπάρχει στοχευμένη πρόσκληση στο ΣΥΡΙΖΑ και εξηγούμαι: Η πρόσκληση μπορούσε να απευθύνεται στην επιτροπή εργασίας από πανεπιστημιακούς που με απόφαση Τσίπρα συστάθηκε από τον Φεβρουάριο του 13’ και να έχει αντικείμενο την προετοιμασία προγραμματικών συγκλίσεων σε θέματα μεταρρυθμίσεων στη δομή και λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Εάν σε αυτή τη συγκυρία δεν μπορεί κανείς από τους 58 να κάτσει στο ίδιο τραπέζι με (τυχαία τα ονόματα) τον Ηλία Νικολακόπουλο, τον Χριστόφορο Βερναρδάκη και το Δημήτρη Χριστόπουλο, τα πράγματα είναι πιο σοβαρά από ό,τι νομίζουμε.

Μην αγγίζετε τον κάκτο;

Εύχομαι όλα να πάνε σύμφωνα με τους καλύτερους υπολογισμούς των 58, να λάβουν τη στήριξη που προσμένουν, να γίνει η Ιδρυτική Συνδιάσκεψη, να οριστούν διαδικασίες έτσι ώστε στις ευρωεκλογές και τις δημοτικές το σχήμα να έχει όνομα, επικεφαλής στο ευρωψηφοδέλτιο και στοιχειωδώς επεξεργασμένες θέσεις. Φοβάμαι όμως ότι τα παραπάνω θα είναι πολύ λίγα και θα έχουν έρθει πολύ αργά και κατανοώ πόσο επίπονη και καθόλου αυτονόητη θα είναι η κατάκτησή τους. Υπάρχει απροθυμία και άρνηση όχι να βρεθεί από τώρα η λύση αλλά ακόμα και να αποτελέσουν αντικείμενο προετοιμασίας τα πιο κρίσιμα θέματα για το αύριο του χώρου όπως η ηγεσία, ο τρόπος εκλογής, η δομή του νέου σχήματος, η στρατηγική του απέναντι στη σημερινή κυβέρνηση και η πολιτική συμμαχιών. Αυτά αντιμετωπίζονται ως ακανθώδη θέματα και παραπέμπονται στο μέλλον. Το πρόβλημα είναι ότι ο χρόνος και ο τρόπος αντιμετώπισής τους συναρτώνται από το βαθμό επιτυχίας του εγχειρήματος ενω συμβαίνει ήδη το αντίστροφο. Είναι, δηλαδή, η έλλειψη προσέγγισης σε αυτά τα θέματα που θα γεννά συνεχώς προβλήματα και θα θέτει εμπόδια κάθε φορά που θα προκύπτει ένα οποιοδήποτε θέμα πολιτικής στο οποίο το σχήμα θα πρέπει να επιδεικνύει στοιχειωδώς ομοιόμορφα αντανακλαστικά.

Ευδοκιμεί σήμερα ένα Κόμμα Μεταρρυθμιστικού Κέντρου;

Σε μεγάλο βαθμό η συζήτηση για τη δημιουργία ενός κόμματος του κέντρου είναι αποτέλεσμα της αναζήτησης κομματικής αντιπροσώπευσης κάποιων μάλλον μετριοπαθών ελίτ οι οποίες, πρός το παρόν, δεν είναι ικανοποιημένες από τις τρέχουσες διαδικασίες ανασύνθεσης του κομματικού συστήματος της μεταπολίτευσης.

Το ουσιαστικό πρόβλημα για την τύχη ενός τέτοιου εγχειρήματος δεν είναι η υπέρβαση των επι μέρους φιλοδοξιών και ιδεολογικών αποχρώσεων ούτε η σύνθεση των διαφορετικών τάσεων σε ένα ενιαίο κόμμα όπως συχνά λέγεται. Το πρόβλημα είναι ότι ο ζωτικός πολιτικός χώρος για ένα κόμμα του μεταρρυθμιστικού κέντρου είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό ήδη κατειλειμμένος από τα 3 κόμματα της συγκυβέρνησης.  

Ας θεωρήσουμε, ως υπόθεση εργασίας,  ότι τα θέματα της ηγεσίας και του αξιακού προγραμματικού πλαισίου θα επιλυθούν άμεσα κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Στους πρώτους μήνες του 2013 θα έχουμε ήδη ένα νέο κόμμα, ας το ονομάσουμε ΚΜΚ (Κόμμα Μεταρρυθμιστικού Κέντρου). Το ΚΜΚ θα βρίσκεται στο κέντρο του πολιτικού φάσματος, τα στελέχη του θα εμφανίζονται σε συζητήσεις στην τηλεόραση και σε κάποιες δημοσκοπήσεις η δύναμή του θα βρίσκεται πάνω-κάτω στο κατώφλι του 3%. Το ΚΜΚ θα είναι ένα μικρό πολυσυλλεκτικό κόμμα που θα συνδυάζει κεντροδεξιές και κεντροριστερές πολιτικές τη στιγμή που ο πολυσυλλεκτισμός όπως τον ξέραμε έχει εξαντλήσει τη χρησιμότητά του. Ένα τέτοιο μικρό κόμμα καθώς θα πλησιάζουν οι ερχόμενες εκλογές θα δέχεται τεράστια αμφίπλευρη πίεση. Θα συμπιεστεί όχι από την πόλωση όπως λέγεται αλλά από μια ΝΔ που θα μοιάζει όλο και λιγότερο με αυτή που ξέραμε πρίν τον Μάιο του 2012 καθώς θα επιχειρεί να συγκροτήσει τον κεντροδεξιό μεταρρυθμιστικό πόλο. Επίσης θα δέχεται πιέσεις από τον κεντροαριστερό μεταρρυθμιστικό πόλο την ηγεμονία του οποίου δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αυτή τη στιγμή αν θα έχει το ΠΑΣΟΚ, η ΔΗΜΑΡ ή κάποιο άλλο σχήμα από αυτά τα δύο κόμματα. Υπό αυτές τις συνθήκες θα είναι αμφίβολο αν θα κατορθώσει να είναι στην επόμενη Βουλή.

Μπορεί οι μεταρρυθμίσεις που προωθεί η τρικομματική κυβέρνηση και εκείνες που επαγγέλονται ξεχωριστά καθένα από τα κόμματα που την αποτελούν να μην είναι ακριβώς το “cup of tea” των ελίτ που επιδιώκουν ένα ΚΜΚ. Αυτό όμως έχει ελάχιστη σημασία για την τύχη ενός ΚΜΚ η οποία δεν ευνοείται υπό τις παρούσες συνθήκες. Η Ελλάδα του 2013 δεν είναι Εσθονία όπου μετά την ανεξαρτητοποίησή της από τη ΕΣΣΔ δημιουργήθηκε από το μηδέν ένα κομματικό σύστημα όπου τα δύο πρώτα κόμματα είναι το κλασικά φιλελεύθερο Εσθονικό Μεταρρυθμιστικό Κόμμα και το κεντρώο Εσθονικό Κεντρώο Κόμμα. Δεν είναι ούτε Ιταλία όπου μετά τα σκάνδαλα στις αρχές τις δεκαετίας του 90’ κατέρρευσε πραγματικά και όχι εκλογικά το μεταπολεμικό κομματικό σύστημα. Στη δεύτερη Ιταλική δημοκρατία εξαφανίστηκαν τα έως τότε κόμματα  και ο ατελής διπολισμός ανάμεσα στο Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα και την Κομμουνιστική Αριστερά έδωσε τη θέση του σε ένα ελάχιστα πιο πλουραλιστικό σύστημα με σαφή διπολικά χαρακτηριστικά ανάμεσα στην κεντροδεξιά Forza Italia του Μπερλουσκόνι και τις κατα καιρούς κεντροαριστερές συμμαχίες.
Στην Ελλάδα του 2013 το κομματικό σύστημα της μεταπολίτευσης βρίσκεται σε διαδικασία ανασύνθεσης. Τα παλιά κόμματα (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ) είναι ακόμα ζωντανά και ανασυντίθενται ενώ παλιοί (ΣΥΡΙΖΑ) και νέοι παίκτες (ΔΗΜΑΡ) έχουν ήδη καταγεγραμμένες δυνάμεις και εξελίσσονται γρήγορα. Σε ένα τέτοιο σκηνικό ακόμα και το ιδανικότερο ΚΜΚ, όπως αυτό της υπόθεσης εργασίας μας, θα είναι ο αδύναμος κρίκος.

Το λάθος ‘Όχι’ των Οικολόγων Πράσινων

Σε μια κίνηση μάλλον πρωτόγνωρη, για τα μέχρι τώρα ελληνικά πολιτικά πράγματα, ο Γιώργος Παπανδρέου πρότεινε στον επικεφαλής των Οικολόγων Πράσινων κ. Χρυσόγελο να αναλάβει το νεοσύστατο Υπουργείο Περιβάλλοντος. Έχει σημασία ότι αυτή η κίνηση έγινε μετά τη θριαμβευτική επικράτηση στις εκλογές και την επίτευξη άνετης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Δείχνει ότι επρόκειτο για έμπρακτη απόδειξη του ανοίγματος σε ευρύτερες δυνάμεις, παρά για κάποιο κοντόθωρο επικοινωνιακό τέχνασμα. Το πρώτο άνοιγμα λοιπόν έγινε και μάλιστα είχε ουσιαστικό και συμβολικό περιεχόμενο. Ουσιαστικό, γιατί όπως σημειώνει και ο Παναγιώτης Βρυώνης σαφώς ήδη υπάρχουν πολλά σημεία προγραμματικής ταύτισης ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και τους Οικολόγους Πράσινους. Συμβολικό, γιατί η Πράσινη Ανάπτυξη αποτελεί κεντρική πολιτική επιλογή για τη νέα κυβέρνηση.

Η απάντηση των Ο.Π ,όπως όλοι ξέρουμε, ήταν αρνητική και μάλιστα βασίζεται σε ένα αντιφατικό αιτιολογικό. Από τη μια αναφέρουν την απουσία προγραμματικού διαλόγου. Eνώ, από την άλλη, είδαμε σε τηλεοπτική δήλωση τον κ. Χρυσόγελο να επικαλείται την μη παρουσία του κόμματός του στο κοινοβούλιο, για να επηρεάζει από εκεί τις αποφάσεις ,ως σοβαρό λόγο για την άρνηση ανάληψης του Υπουργείου. Άρα, εύλογα μπορούμε να συμπεράνουμε, θυμούμενοι και παλιότερες δηλώσεις περί συνεργασιών σε περίπτωση εισαγωγής τους στη Βουλή και μη αυτοδυναμίας, ότι εάν οι Ο.Π τελικά ήταν στη Βουλή η απουσία προγραμματικού διαλόγου δεν θα τους εμπόδιζε να δεχτούν αυτή ή κάποια άλλη πρόταση.

Ας μη γελιόμαστε, ούτε η έλλειψη κοινοβουλευτικής παρουσίας μήτε το προγραμματικό πλαίσιο είναι οι πραγματικοί λόγοι αυτής της απόφασης. Η στάση των Οικολόγων Πράσινων είναι το αποτέλεσμα της έλλειψης στοιχειώδους ηγεσίας στους κόλπους τους. Είναι προφανές πως κυριάρχησε αβίαστα η άποψη του «Να αποκρούσουμε όπως-όπως την επίθεση φιλίας για να μην ενσωματωθούμε στο ΠΑΣΟΚ, για να μην διαλυθούμε». Καμία εντύπωση δεν μου κάνουν οι παλαιοαριστερές αποχρώσεις στην επιχειρηματολογία όσων συμφωνούν με το όχι των Οικολόγων. Όμως, τη δεδομένη στιγμνή η συγκεκριμένη στάση μάλλον φαίνεται να διχάζει τον κόσμο των Ο.Π. Κάτι τέτοιο είναι αναμενόμενο.  Ο ρεαλιστής ψηφοφόρος, αυτός που θέλει να δει τα πράγματα να προοδεύουν στην περιβαλλοντική πολιτική, δύσκολα θα συμφωνήσει με τους αντιφατικούς λόγους που επικαλέστηκαν. Δύσκολα θα πεισθεί ότι ήταν αδύνατον ο κ. Χρυσόγελος να εκφράσει από κυβερνητική θέση τη νέα αντίληψη για την Πράσινη Ανάπτυξη και παράλληλα το κόμμα του να συνεχίζει ανεμπόδιστο τις πρωτοβουλίες ανάπτυξης του πολιτικού του χώρου εκτός Βουλής.

Για να θυμηθώ και εγω τον μεγάλο Αλεξανδρινό.»Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι να πούνε». Χθές λοιπόν, το ‘Όχι’ ήταν και πάλι η σωστή επιλογή. Μόνο που οι Οικολόγοι Πράσινοι, δυστυχώς είπαν το λάθος όχι. Αρνήθηκαν την  ανάληψη κυβερνητικής θέσης για το Υπουργείο Περιβάλλοντος, ενώ έπρεπε να πούν όχι σε μια φοβική, βαθιά συντηρική και ψευτοκινηματική αντίληψη που τελικά καθηλώνει κάθε ευρύτερη προοδευτική προοπτική.

Εκλογές, Δημοσκοπήσεις και Aνοικτά Συστήματα

Μια φορά και έναν καιρό, όταν ελλείψει τηλεόρασης η μετάδοση των εκλογικών αποτελεσμάτων γινόταν από το ραδιόφωνο, κάποιοι πατεράδες έβαζαν τα παιδιά τους να κρατούν σημειώσεις των ποσοστών που έλεγε ο εκφωνητής. Αργότερα,  όταν εγκαταστάθηκε για τα καλά η τηλεόραση στα νοικοκυριά η βραδυά των εκλογών άλλαξε ριζικά. Οι νέοι αποδεσμεύθηκαν από  το πληκτικό έργο της καταγραφής και όλη η οικογένεια πλέον παρακολουθούσε με άνεση τους πίνακες του Υπουργείου Εσωτερικών.

Λίγο μετά, στο γύρισμα της δεκατίας του 80′ και στις πρώτες αναμετρήσεις της δεκαετίας του 1990, ήρθαν τα πρώτα exit polls που σε συνδυασμό με τις αναλύσεις και εκτιμήσεις του Ηλία Νικολακόπουλου έφεραν νεωτερικό άρωμα στην εμπειρία παρακολούθησης των εκλογικών αποτελεσμάτων. Τα χρόνια πέρασαν. Τα exit polls έγιναν ρουτίνα, με όλες τις επιτυχίες και τις μικρές ή μεγαλύτερες αποτυχίες που τα συνοδεύουν.

Σήμερα, οι τεχνικές μετάδοσης της ροής αποτελεσμάτων είναι ταχύτερες. Εισάγονται νέα αποκεντρωμένα και ασφαλή συστήματα μετάδοσης όπως το SRT που χρησιμοποιήθηκε πιλοτικά φέτος. Για πρώτη φορά μάλιστα, είχαμε σύμπραξη αρκετών εταιριών δημοσκοπήσεων για ένα κοινό exit poll που μεταδόθηκε διακαναλικά, εκτός απο το STAR και το SKAI που το καθένα διενήργησε το δικό του. Όσο περνά ο καιρός ένα πράγμα γίνεται όλο και πιο βέβαιο. H εμπειρία της διενέργειας και της  παρακολούθησης της εκλογικής διαδικασίας αλλάζει, ενώ το διαδίκτυο και οι νέες τεχνολογίες είναι οι παράγοντες που οδηγούν αυτή την αλλαγή.

Ωστόσο, οι τεχνολογίες δεν είναι ουδέτερες. Πράγμα που σημαίνει πως διόλου αυτονότητο είναι πως η τεχνολογία υπηρετεί πάντα με τον καλύτερο τρόπο το δημόσιο συμφέρον σε ό,τι αφορά την οργάνωση και παρουσίαση της εκλογικής διαδικασίας.

Ας δούμε τρια σημεία που δεν τα πρόσεξαν πολλοί:

Πρώτον, για κάποιο λόγο οι τηλεοπτικοί σταθμοί είχαν ταχύτερη πρόσβαση στην πιο πρόσφατη ενσωμάτωση των αποτελεσμάτων από ό,τι το διαδίκτυο. Η ενημέρωση του διαδικτυακού τόπου http://ekloges.ypes.gr ήταν πολύ πιο αργή, όπως πιθανότατα διαπίστωσαν όσοι παρακολουθούσαν και συνέκριναν, την ίδια στιγμή, τη ροή αποτελεσμάτων από το διαδίκτυο και από κάποιον τηλεοπτικό σταθμό.

Δεύτερον, δεν φαίνεται να έγινε δημόσια διακριτή η ροή των εισερχόμενων αποτελεσμάτων από το σύστημα SRT, καθότι αυτά προφανώς περιέχονταν μόνο στην συνολική ενσωμάτωση. Βέβαια, το SRT βασίστηκε σε κάποιο δείγμα εκλογικών τμημάτων. Όμως, όσο και αν με κάποια παραδοσιακά κριτήρια ωφελιμότητας ακούγεται περιττό,  θα είχε ενδιαφέρον να υπήρχε μια πρόσθετη ροή μόνο από αυτά τα τμήματα. Επίσης, αν δεν κάνω λάθος, για πρώτη φορά γύρω στις 10.00 το βράδυ είδαμε το Υπουργείο Εσωτερικών σε συνεργασία με τη Singular να δίνουν εκτίμηση του τελικού εκλογικού αποτελέσματος βάση της οποίας (;) έγινε διόρθωση της εκτίμησης του διακαναλικού exit poll. Θα είχε επίσης μεγάλο ενδιαφέρον να γραφόντουσαν κάπου δημόσια μερικές γραμμές για τη μεθοδολογία που προέκυψε αυτή η εκτίμηση.

Τρίτον, κάποια exit polls, συγκεκριμένα το διακαναλικό, πήγαν ελαφρώς καλύτερα πιάνοντας οριακά το ποσοστό του ΠΑΣΟΚ (στο ανώτερο όριο του διαστήματος) χάνοντας όμως το πραγματικό ποσοστό της ΝΔ (απόκλιση 1 μονάδα από το κατώτερο όριο του διαστήματος), ενώ κάποια άλλα όπως της Public Issue για το ΣΚΑΙ έπεσαν έξω και για τα δύο μεγάλα κόμματα.  Δύο μέρες μετά τις εκλογές και τα αναλυτικά στοιχεία από τα exit polls δεν είναι δημοσιευμένα πουθενά. Πιθανώς να χρειαστεί να περιμένουμε κάποιες μέρες ακόμα, για να τα δούμε σε κάποιο έντυπο αφιέρωμα εφημερίδας για τις εκλογές. Όμως αυτό δεν είναι το θέμα.

Το θέμα είναι πως εκσυχρονίζουμε συνολικά την εμπειρία της εκλογικής διαδικασίας ώστε να υπηρετεί καλύτερα το δημόσιο συμφέρον. Ένα ανοικτό μοντέλο υλοποίησης των επι μέρους συστατικών που αποτελούν την εμπειρία της εκλογικής διαδικασίας είναι ένα σημαντικό πρώτο βήμα σ’αυτή την κατεύθυνση. Αυτό που έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον είναι ότι δεν χρειάζεται αναγκαστικά να κοιτάξουμε πολύ μακριά για να δούμε ιδέες και κάποια πρώτα παραδείγματα.

Η εκλογή προέδρου στο ΠΑΣΟΚ το 2007 έδειξε πως μέσα από μια ανοικτή διαδικασία μπορεί να δημιουργηθεί ένα αξιόπιστο σύστημα διαπίστευσης ψηφοφόρων και μετάδοσης αποτελεσμάτων.

Η προσπάθεια αποστολής και σε πραγματικό χρόνο απεικόνισης των αποτελεσμάτων από εκλογικούς αντιπροσώπους του ΠΑΣΟΚ στις πρόσφατες εκλογές, με όλα της τα προβλήματα, έδειξε την πρακτική αξία των ανοικτών συστημάτων στη συμμετοχή και τη διαφάνεια.

Η διαδικτυακή συζήτηση που είχα κάποτε με τον Γιάννη Μαυρή για τη μεθοδολογία και τη διαφάνεια στις δημοσκοπήσεις είναι ακόμα επίκαιρη καθώς η ζήτηση για ανοικτά δημόσια δεδομένα από δημοσιευμένες δημοσκοπήσεις διαδίδεται ευρύτερα.

Εκλογές 2009: Αποτίμηση αποτελέσματος και 2 ερωτήματα για το νέο πολιτικό σκηνικό

Ενώ αναμένεται η δημοσίευση πιο αναλυτικών στοιχείων από το διακαναλικό exit poll που διενήργησαν από κοινού εταιρείες δημοσκοπήσεων, μπορούμε να βγάλουμε κάποια βασικά συμπεράσματα για τις εκλογές του Οκτωβρίου του 2009.

Πρώτον: Το ΠΑΣΟΚ πέτυχε μια θριαμβευτική νίκη. Σε αυτές τις εκλογές συνέβη αυτό που οι Αγγλοσάξονες ονομάζουν landslide. Είχαμε δηλαδή ένα σαρωτικό εκλογικό κύμα που ανέβασε το εθνικό ποσοστό του ΠΑΣΟΚ στο 44% (άνοδος +5,7% από το 2007) και συρρίκνωσε κυριολεκτικά τη ΝΔ στο ιστορικά χαμηλό 33,5% (πτώση 8% από το 2007).  Η έκταση της διαφοράς των 10,4% ποσοστιαίων μονάδων οφείλεται στην απευθείας μετατόπιση ψηφοφόρων της ΝΔ πρός το ΠΑΣΟΚ που υπολογίζεται αρκετά πάνω από το 10% των ψηφοφόρων της του 2007. Το 44% είναι το 4ο υψηλότερο εθνικό του ποσοστό του ΠΑΣΟΚ στις 13 εκλογικές αναμετρήσεις της μεταπολίτευσης.

Δεύτερον: Η δομή του εκλογικού αποτελέσματος, τόσο στην επικράτεια όσο και στις εκλογικές περιφέρειες,  μοιράζεται κοινά στοιχεία τόσο με το 1981 όσο και με το 1993. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της ομοιότητας με το 1981 είναι η Ά Αθήνας στην οποία το ΠΑΣΟΚ είχε να έρθει πρώτο κόμμα από τότε. Το 1993, όπως είπαμε μια ημέρα πριν τις χθεσινές εκλογές, ήταν ένας καλός συμβουλευτικός οδηγός για την προσέγγιση του αποτελέσματος του 2009. Έχοντας το 1993 ως βάση και συνεκτιμόντας, λίγο αυθαίρετα, την πολιτική δυναμική και πραγματικά εκλογικά αποτελέσματα από τις πρόσφατες Ευρωεκλογές και προηγούμενες αναμετρήσεις κάναμε το Σάββατο μια εκτίμηση εκλογικού αποτελέσματος που με μικρές αποκλίσεις επιβεβαιώθηκε. Oι αποκλίσεις από τα πραγματικά ποσοστά του ΠΑΣΟΚ (0,9%), του ΚΚΕ (0,5%), του ΛΑΟΣ (0,4%), του ΣΥΡΙΖΑ (0,6%) και των ΛΟΙΠΩΝ (0,6%) είναι σε αρκετές περιπτώσεις (ΠΑΣΟΚ και ΛΑΟΣ) μικρότερες από τη μέση τιμή της εκτιμώμενης δύναμης των κομμάτων που έδωσε το διακαναλικό exit poll. Σε αυτή τη σύγκριση εξαιρείται το ποσοστό της ΝΔ στο οποίο όλοι έπεσαν έξω, προφανώς αδυνατώντας να πιστέψουν την έκταση της απόρριψής της από τους εκλογείς.

Τρίτον, ο δικομματισμός με την πολιτική αλλά και την εκλογική έννοια αποδεικνύεται για άλλη μια φορά ως η βασική σταθερή αρχή του μεταπολιτευτικού συστήματος. Παρά τα όσα έχουν κατά καιρούς γραφτεί και ειπωθεί σε διάφορες αναλύσεις η πολιτική εναλλαγή  μονοκομματικών κυβερνήσεων στην εξουσία λειτουργεί από το 1974 σταθερά και με βάση μικρότερους ή μεγαλύτερους σε διάρκεια κύκλους κυριαρχίας. Μόνη εξαίρεση το 1989-1990 λόγω της ιδιομορφίας του τότε εκλογικού νόμου. Ναί, φέτος ο δικομματισμός έφτασε στο ιστορικά χαμηλό όριο του 77,3% μειωμένος κατά 2,3% από το προηγούμενο αρνητικό του ‘ρεκόρ’ το 1996 (79,6%). Ναι, για πρώτη φορά από το 1974 παρατηρείται μια φθορά του δικομματισμού σε δύο συνεχόμενες αναμετρήσεις. Αυτή όμως η φθορά δεν είναι καθόλου προδιαγεγραμένο αυτή τη στιγμή αν θα εξελιχθεί στο μέλλον γραμμικά ή αν και πάλι θα διακοπεί από την ανάκαμψη του δικομματισμού, όπως ακριβώς συνέβη στις εκλογές του 2000. Τότε που τα ποσοστά του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ έφτασαν το 86,5% το οποίο αποτελεί σχεδόν την ιστορικά καλύτερη επίδοση του δικομματισμού καθώς απέχει μόλις 0,1% από το αξεπέραστο σκορ των πιο πολωμένων εκλογών της μεταπολίτευσης, εκείνων του 1985. Το κλειδί για την εκτίμηση της μελλοντικής δυναμικής του δικομματισμού βρίσκεται, που αλλού(;), στις πραγματικές πολιτικές επιδόσεις των δυο μεγάλων κομμάτων στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περίοδο που μόλις ανοίγει και στις απαντήσεις που θα πάρουμε στα δυο ερωτήματα που βρίσκονται στο τέλος αυτού του ποστ .

Τέταρτον, φαίνεται πως η συμπεριφορά του ελληνικού εκλογικού σώματος περνά σε μια νέα φάση, αυτή των συχνών και ραγδαίων μεταστροφών στις επιλογές του. Η χρησιμότητα του εργαλείου της κομματικής και πραταξιακής ταύτισης ολοένα μειώνεται βάζοντας έτσι μια νέα και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ποιοτική παράμετρο στον πολιτικό σχεδιασμό των επιτελείων. Η περιόδος που ξεκινά είναι, αν μη τι άλλο, γεμάτη προκλήσεις  που θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε σε δύο  ερωτήματα.

Ερώτημα πρώτο: Σε τι βαθμό θα καταφέρει το ΠΑΣΟΚ να εφαρμόσει το πρόγραμμά του σε βασικές περιοχές πολιτικής όπως η ανάταξη της οκονομίας, η αναμόρφωση του κράτους, η πράσινη ανάπτυξη , η κοινωνική πολιτική, η διεθνής παρουσία της Ελλάδας πετυχαίνοντας σχετικά γρήγορα μικρές ή μεγαλύτερες νίκες που θα απαντούν στις προσδοκίες του κόσμου που το εμπιστεύθηκε;

Ερώτημα δεύτερο: Μέχρι την εκλογή νέου προέδρου, αλλά κυρίως μετά από αυτήν, θα διαχειριστεί η κεντροδεξιά παράταξη την ιστορική αυτή ήττα με τρόπο που να βρεί το νήμα των λάθος επιλογών και να τις αναδείξει στο φως μιας σοβαρής ιδεολογικής συζήτησης που έχει χρόνια να γίνει στους κόλπους της;

Μια εκτίμηση για το αυριανό αποτέλεσμα

Λίγες ώρες πριν ανοίξουν οι κάλπες θα μοιραστώ την προσωπική μου εκτίμηση για το αυριανό εκλογικό αποτέλεσμα. Τα ποσοστά που δίνω ουδεμία σχέση έχουν με δημοσκόπηση και ούτε είναι αποτέλεσμα κάποιας γνωστής στατιστικής μεθόδου. Είναι αποκλειστικά μια εκλογική εκτίμηση που βασίζεται σε μια παραδοχή από την νεότερη εκλογική ιστορία και στη συνεκτίμηση κάποιων μάλλον κοινώς αποδεκτών στοιχείων της πολιτικής δυναμικής των κομμάτων.

Η παραδοχή είναι ότι το εκλογικό αποτέλεσμα του 1993 χρησιμεύει ως έτος βάσης για την εκτίμηση των ποσοστών των κομμάτων στις αυριανές εκλογές. Ο λόγος επιλογής του 1993 και όχι, για παράδειγμα του 1981 ή ακόμα ακόμα του 2000, είναι μια θεμελιώδης πιστεύω ομοιότητα ανάμεσα στο 1993 και το 2009. Το γεγονός δηλαδή της επιστροφής του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία ύστερα από 4,5 και 5,5 χρόνια αντίστοιχα.

Πάμε στην εκτίμηση. ΠΑΣΟΚ 43%, ΝΔ 36%, ΚΚΕ 7%, ΛΑΟΣ 6%, ΣΥΡΙΖΑ 4%, ΛΟΙΠΑ 4%

Έχω επίγνωση ότι κάθε εκλογικό αποτέλεσμα διαμορφώνεται μέσα από πολυκύμαντες διαπαραταξιακές (από ΝΔ σε ΠΑΣΟΚ και αντίστροφα) και ενδοπαραταξιακές (Από κόμματα της αριστεράς πρός το ΠΑΣΟΚ και αντίστροφα και από δεξιά κόμματα πρός τη ΝΔ και αντίστροφα) μετατοπίσεις ψηφοφόρων. Όμως στηρίζω την παραπάνω εκτίμηση στην παραδοχή ότι η διαφορά των 4 ποσοστιαίων μονάδων μεταξύ της δύναμης του ΠΑΣΟΚ το 1993 και του 2009 θα επιμεριστεί σε ΚΚΕ (περίπου +2% στην δύναμη του 5% που είχε το 1993), στον ΣΥΡΙΖΑ (περίπου +1% στο σχεδόν 3% που έλαβε ο ΣΥΝ το 1993) και 1% στα ΛΟΙΠΑ κόμματα. Αντίστοιχα, η ΝΔ θα λάβει σημαντικά μικρότερο ποσοστό από το 1993 καθώς σε αντίθεση με νεοσύστατη τότε ΠΟΛΑΝ, τώρα έχει στα δεξιά της ένα συγγενές ανταγωνιστικό κόμμα που δείχνει να έχει εγκαθιδρυθεί για τα καλά ως παράγοντας του κομματικού συστήματος.